author-image-116 Ομάδα του Ορθού Λόγου
atc-portal

atc-portal

Η συζήτηση για το πώς πρέπει να οργανώνεται μια κοινωνία δεν ξεκίνησε σήμερα. Ήδη από τον 17ο αιώνα, δύο στοχαστές έδωσαν εκ διαμέτρου αντίθετες απαντήσεις που συνεχίζουν να καθορίζουν την πολιτική σκέψη και τη συλλογική ζωή. Ο Τόμας Χομπς, παρατηρώντας το χάος και τις συγκρούσεις της εποχής του (Αγγλικός Εμφύλιος Πόλεμος, 1642–1651), υποστήριξε ότι οι άνθρωποι –ως όντα ασταθή και απρόβλεπτα– χρειάζονται έναν ισχυρό κεντρικό κρατικό μηχανισμό, είτε με τη μορφή της απόλυτης μοναρχίας είτε της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, για να διασφαλίζεται η τάξη και η ομαλότητα. Από αυτή τη λογική γεννήθηκε η ιδέα του «Λεβιάθαν»: ενός συστήματος εξουσίας που προστατεύει την κοινωνία από τον κίνδυνο της διάλυσης.
Απέναντί του, ο Τζων Λοκ διατύπωσε μια πολύ διαφορετική αντίληψη. Εκείνος εμπιστευόταν την ικανότητα των πολιτών να συνεννοηθούν, να θεσπίζουν οι ίδιοι τους κανόνες συμβίωσης και να παραχωρούν στη διακυβέρνηση μόνο ό,τι είναι απολύτως αναγκαίο. Η ελευθερία και η αυτονομία αποτελούν για τον Λοκ προϋπόθεση της κοινωνικής εμπιστοσύνης.
Αυτές οι δύο δύο θεμελιώδεις οπτικές δεν έμειναν στα βιβλία της πολιτικής φιλοσοφίας· αποτελούν τα δύο άκρα του εκκρεμούς ανάμεσα στα οποία κινείται κάθε εποχή. Όταν η μία υπερβάλλει, η άλλη επιστρέφει ως απάντηση

Όταν η τάξη υπερβάλλει

Η ανάγκη για οργάνωση και ασφάλεια είναι θεμελιώδης σε κάθε κοινωνία. Όμως, όταν ο στόχος της «τάξης» υπόσχεται να λύσει όλα τα προβλήματα, αρχίζει να διευρύνεται σε βαθμό που διαμορφώνει ένα περιβάλλον υπερ-ρύθμισης και καθολικής προσαρμογής στις «ορθές» νόρμες. Η εξουσία εμφανίζεται τότε όχι ως ένα εργαλείο που υπηρετεί την κοινωνία, αλλά ως «θεματοφύλακας του σωστού». Οι θεσμοί αναλαμβάνουν έναν κανονιστικό ρόλο, όπου η απόκλιση από το «ορθό» δεν αποτελεί απλώς επιλογή, αλλά απόκλιση από το κοινό καλό.
Σε τέτοιες περιόδους, η δημόσια ζωή γεμίζει κανόνες, διαδικασίες και επιτηρήσεις – άλλοτε θεσμικές και νομικές, άλλοτε κοινωνικές και ηθικές. Η συμμόρφωση, πλέον, δεν επιβάλλεται μόνο από την εξουσία, αλλά και από την κοινωνική πίεση προς την ομοιομορφία. Ο έλεγχος της «ορθότητας» αντικαθιστά τον διάλογο και η πειθαρχία στα προσδοκώμενα γίνεται βασικό κριτήριο κοινωνικής αποδοχής. Όταν η αναζήτηση της τάξης μετατρέπεται σε συλλογική εμμονή, ο δημόσιος λόγος σκληραίνει και οι πολίτες νιώθουν ότι οφείλουν να αποδεικνύουν διαρκώς πως «ανήκουν» – και μάλιστα χωρίς παρεκκλίσεις.

Κάπως έτσι, η υπερβολή αυτή γεννά το αντίθετό της: την ανάγκη της απόδρασης. Όσο πιο ασφυκτικό γίνεται το πλαίσιο, τόσο περισσότερο ενισχύεται η επιθυμία για αποδέσμευση –όχι πάντα υπεύθυνη, αλλά συχνά αντιδραστική. Κι εκεί αρχίζει η ταλάντωση να κινείται ξανά προς την άλλη πλευρά.

Όταν η ελευθερία υπερβάλλει

Η ελευθερία αποτελεί θεμέλιο της Δημοκρατίας. Όμως, όταν αναγορεύεται σε απόλυτη αρχή, σε κάτι που δεν αναγνωρίζει κανένα όριο ή κοινό πλαίσιο, μπορεί να μετατραπεί σε δύναμη αποδόμησης. Κάθε θεσμός, κανόνας ή συλλογική δέσμευση αντιμετωπίζεται τότε ως εμπόδιο· κάθε περιορισμός ως απειλή. Στο όνομα της ελευθερίας η κοινωνία αρχίζει να αμφισβητεί όχι μόνο τις παλιές αυθεντίες αλλά και την ίδια την έννοια της κοινής πραγματικότητας. Αν όλα είναι υποκειμενικά, αν όλα «επιτρέπονται», τότε τελικά τίποτε δεν συνδέει πραγματικά τους ανθρώπους.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ο δημόσιος λόγος κατακερματίζεται σε ξεχωριστές φωνές που διεκδικούν την απόλυτη αλήθεια της προσωπικής εμπειρίας. Οι πολιτικές και άλλες ταυτότητες διαμορφώνονται γύρω από δικαιώματα και απαιτήσεις, συχνά χωρίς αναφορά στις αντίστοιχες ευθύνες και καθήκοντα. Αναλόγως, η διεκδίκηση δικαιωμάτων μετατρέπεται σε δικαιωματισμό: μια υπερβολή που δεν ενδυναμώνει την κοινωνία, αλλά τη θρυμματίζει σε επιμέρους απαιτήσεις. Η γνώμη γίνεται προνόμιο, η άρνηση κανόνων δείγμα αυθεντικότητας. Και οι συλλογικές σταθερές που επιτρέπουν τη συνύπαρξη –νόμοι, θεσμοί, διαδικασίες– θεωρούνται άλλοτε καταπιεστικές, άλλοτε παρωχημένες.

Η υπερβολή της ελευθερίας δεν οδηγεί σε ενδυνάμωση, αλλά σε χάος. Όταν όλα είναι ρευστά, η κοινωνία αναζητά κάποια μορφή σταθερότητας – ακόμη και αν αυτή προσφέρεται από εκείνους που υπόσχονται να «βάλουν τάξη», συχνά με τρόπους που περιορίζουν την ίδια την ελευθερία που είχε προηγουμένως εξιδανικευτεί. Έτσι, η ταλάντωση του εκκρεμούς αλλάζει ξανά κατεύθυνση, αυτή τη φορά προς τις «σκληρές γραμμές» και τους «τιμητές της τάξης» που εμφανίζονται να σώσουν το σύνολο από την…  αταξία.

Οι ταλαντώσεις του εκκρεμούς

Οι κοινωνίες σπάνια κινούνται με γραμμική πρόοδο. Συνήθως, ταλαντεύονται ανάμεσα σε δύο υπερβολές: την ασυδοσία που βαφτίζεται ελευθερία και τις μορφές αυταρχισμού που παρουσιάζονται ως σωτηρία. Κάθε εποχή θεωρεί ότι διορθώνει τα λάθη της προηγούμενης· στην πραγματικότητα, απλώς αλλάζει πρόσημο στην υπερβολή.

Στις τελευταίες δεκαετίες, η Δύση ζει μια παρατεταμένη φάση ανεξέλεγκτης ελευθερίας. Η ατομική αυτονομία, η αποδόμηση των ιεραρχιών, η απελευθέρωση από κάθε είδους εξουσία υπήρξαν μεγάλες κατακτήσεις. Όμως, σταδιακά, η ελευθερία χάνει το μέτρο της και μετατρέπεται σε αυτο-αναφορικότητα. Οι σταθερές διαλύονται, οι θεσμοί απαξιώνονται, η ευθύνη παραγνωρίζεται. Ο δημόσιος λόγος, αντί να ελευθερώνει, κατακερματίζει την κοινή πραγματικότητα.

Μέσα σε αυτή την κατάσταση ωριμάζει η αντίδραση. Ένα τμήμα της κοινωνίας, κουρασμένο από τη ρευστότητα και την αβεβαιότητα, αναζητά ξανά όρια και βεβαιότητες. Αυτό εξηγεί την άνοδο πολιτικών δυνάμεων που εμφανίζονται να εκπροσωπούν την «τάξη» και τη «ασφάλεια» – από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με την επιστροφή ενός σκληρού, εκδικητικού λαϊκισμού, έως την Ευρώπη, όπου ηγεσίες με αυταρχικές ροπές εδραιώνουν την παρουσία τους στο όνομα της «ασφάλειας», και την Ελλάδα, όπου μικρότεροι αλλά θορυβώδεις πολιτικοί σχηματισμοί κερδίζουν έδαφος επενδύοντας στη δυσαρέσκεια.
Όσο η υπερβολή ελευθεριοτήτων και ενός μονομερούς δικαιωματισμού επιμένει, τόσο ενισχύονται οι φωνές που υπόσχονται αποκατάσταση μιας υποτιθέμενης «κανονικότητας», συχνά με αυταρχικές ή απλουστευτικές λύσεις. Οπότε, ενεργοποιείται ξανά η αναζήτηση ενός νέου «Λεβιάθαν» που υπόσχεται να επιβάλει λύσεις στο όνομα του κοινού καλού· μια προσδοκία που γρήγορα μετατρέπεται σε εργαλείο αυταρχικών ηγεσιών.

Όμως, ο φαύλος κύκλος δεν σταματά εκεί. Διότι και η άλλη πλευρά, εκείνη που για δεκαετίες μιλούσε στο όνομα της «προόδου» και της «απελευθέρωσης», πιστεύει κι αυτή ότι κατέχει το αποκλειστικό δικαίωμα στο καλό. Μετατρέπει τις αξίες της σε ιδεολογικούς δογματισμούς, αντιδρά με φανατισμό σε κάθε αμφισβήτηση και, τελικά, ενισχύει τη λογική που υποτίθεται ότι αντιμάχεται. Ο προοδευτισμός, όταν γίνεται δογματικός, τρέφει τον συντηρητισμό· και ο συντηρητισμός, όταν επανέρχεται τιμωρητικά, δικαιώνει τον δογματισμό.
Η μία πλευρά κατηγορεί την άλλη για την ερχόμενη εκτροπή – κι όμως, και οι δύο μαζί προετοιμάζουν αυτήν ακριβώς την εκτροπή.
Από τη μια, ένα αυξανόμενο μέρος της κοινωνίας αναζητά τον νέο «Λεβιάθαν» που θα επιβάλει τάξη και θα επαναφέρει το αίσθημα συνοχής και σκοπού. Από την άλλη, όσοι εξακολουθούν να ποντάρουν σε μια ελευθερία χωρίς όρια, που διαλύει κάθε κοινό πλαίσιο,  επιμένουν στην ίδια αδιέξοδη υπερβολή, αρνούμενοι να αναγνωρίσουν την κοινωνική αντίδραση που οι ίδιες οι υπερβολές τους προκαλούν. Δεν κατανοούν ότι ευθύνονται οι ίδιοι για την παλινδρόμηση που βιώνουμε και, δυστυχώς, συνεχίζουν στο ίδιο απαράλλακτο μοτίβο – παρά το ότι βλέπουν τα ποσοστά τους να μειώνονται και τα άκρα αντίθετά τους να αυξάνουν την κοινωνική επιρροή τους. Και ύστερα, αναρωτιούνται γιατί…;

Και, το εκκρεμές συνεχίζει να κινείται: από τη χαλαρότητα στην αυστηρότητα και πίσω ξανά. Όσο αυτή η ταλάντωση εντείνεται, το πεδίο μεταξύ των άκρων – ο χώρος των λύσεων, του διαλόγου και της κοινής λογικής – συρρικνώνεται. Η πολιτική αντιπαράθεση τότε δεν παράγει σύνθεση, αλλά αναπαράγει εχθρότητα. Η δημοκρατία δεν κινείται προς τα μπρος· εγκλωβίζεται σε συνεχείς παλινδρομήσεις, αναπαράγοντας ξανά και ξανά τον ίδιο κύκλο υπερβολών.
Οι δύο πόλοι της υπερβολής –ο ένας που θέλει να ελέγχει τα πάντα, ο άλλος που αποδομεί τα πάντα– ζουν ο ένας από τον άλλον. Και οι δύο υπόσχονται σωτηρία· ο ένας από το χάος, ο άλλος από την καταπίεση. Στο ενδιάμεσο, εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχει η ώριμη ισορροπία ανάμεσα στην ελευθερία και την ευθύνη, δεν απομένει τίποτα – παρά μόνο οι ταλαντώσεις ανάμεσα στα άκρα.

Το αποτέλεσμα δεν είναι μια πορεία προς λύση, αλλά ένας φαύλος κύκλος που συνεχώς ανατροφοδοτείται. Αναπαράγεται αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κύκλο πολιτικής ανωριμότητας: ασυδοσία → ρευστότητα → ανασφάλεια → φόβος → χάος → αυταρχισμός → εξέγερση → ασυδοσία ξανά…

Κάθε εποχή αλλάζει τα προσωπεία, μα η ουσία παραμένει ίδια: η αδυναμία των κοινωνιών να ισορροπήσουν ελευθερία με πειθαρχία, δικαίωμα με υποχρέωση.

Ο πραγματικός πολιτικός φιλελευθερισμός —όχι η ιδεολογική του σκιά αλλά η ουσία του— είναι ακριβώς αυτή η ισορροπία. Είναι η ελευθερία που γνωρίζει τα όριά της, η εξουσία που λογοδοτεί, οι θεσμοί που προστατεύουν χωρίς να πνίγουν. Είναι το σημείο όπου το εκκρεμές παύει να εκτρέπεται στα άκρα και και βρίσκει τη θέση ισορροπίας του. Εκεί βρίσκεται η μόνη πραγματική πρόοδος: όχι στην αέναη εναλλαγή των υπερβολών, αλλά στην καλλιέργεια του μέτρου — του πιο δύσκολου, αλλά και του πιο απελευθερωτικού δρόμου.

Και τώρα τι;

Η αλυσίδα των υπερβολών δείχνει ότι το κοινωνικό συμβόλαιο, πάνω στο οποίο χτίστηκαν οι σύγχρονες δημοκρατίες, δεν κατέρρευσε· μεταλλάχθηκε. Από συμφωνία ευθύνης έγινε σύμβαση φόβου ή ασυδοσίας· από κοινός δεσμός, μηχανισμός αλληλοεπιτήρησης. Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι πώς θα αποφύγουμε την επόμενη υπερβολή, αλλά πώς θα μάθουμε να αναγνωρίζουμε έγκαιρα τα σημάδια της.

Η έξοδος από τον φαύλο κύκλο δεν βρίσκεται σε μια νέα «σωτηρία» — πολιτική, ιδεολογική ή τεχνολογική. Βρίσκεται στην επίγνωση. Στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο γεννιούνται οι υπερβολές, μεταμφιεσμένες κάθε φορά σε ηθικό καθήκον ή συλλογική αυτοάμυνα. Μόνο όταν αντιληφθούμε αυτόν τον μηχανισμό μπορούμε να τον ανακόψουμε· όχι με εξεγέρσεις, αλλά με συνείδηση.

-Το πρώτο βήμα είναι να αποκαταστήσουμε τη σχέση μας με την έννοια της ελευθερίας. Όχι ως άθροισμα δικαιωμάτων, αλλά ως ικανότητα να συνυπάρχουμε χωρίς να απαιτούμε από τον άλλον να σκέφτεται όπως εμείς. Η ελευθερία δεν είναι αυτονόητη· χρειάζεται μέτρο, πειθαρχία, γνώση των ορίων. Και το ίδιο ισχύει για την εξουσία: οφείλει να προστατεύει χωρίς να πνίγει, να καθοδηγεί χωρίς να επιβάλλει.

-Το δεύτερο βήμα είναι να ξαναβρούμε τη λειτουργία του κοινού λόγου. Τα μέσα ενημέρωσης και η πολιτική οφείλουν να πάψουν να επιβραβεύουν την υποκρισία των άκρων. Και το εκπαιδευτικό σύστημα —αν όχι να ξαναβρεί, τουλάχιστον να αποκτήσει επιτέλους— τον ρόλο του: να καλλιεργεί την κρίση που ξεχωρίζει το αληθινό από το υποκριτικό, το ουσιαστικό από το κραυγαλέο.
Αντί για εντυπωσιασμούς, χρειάζεται ερμηνεία· αντί για καταγγελία, επεξήγηση· αντί για αναθέματα, διάλογος. Ο δημόσιος λόγος δεν μπορεί να λειτουργεί ως στίβος αγανάκτησης, αλλά ως χώρος κατανόησης.

Τέλος, χρειάζεται πολιτισμική ωριμότητα: η ικανότητα να αντέχουμε την πολυπλοκότητα χωρίς να ζητάμε συνεχώς «μεσσίες». Οι κοινωνίες που μαθαίνουν να ζουν με την αβεβαιότητα, να μετατρέπουν τη διαφωνία σε εργαλείο προόδου και την αυτοκριτική πηγή συλλογικής δύναμης, είναι εκείνες που σπάνε τον φαύλο κύκλο. Ο νέος «Λεβιάθαν» δεν θα πάψει να εμφανίζεται· αλλά μπορούμε να μάθουμε να τον αναγνωρίζουμε πριν πάρει μορφή εξουσίας.
Η ωριμότητα δεν είναι συμβιβασμός· είναι η ανώτερη μορφή ελευθερίας. Είναι η στιγμή που το εκκρεμές βρίσκει τη φυσική του ισορροπία, γιατί οι άνθρωποι αρχίζουν να κατανοούν την αρμονία της μέσης οδού…

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 67

Οκτώβριος 2025

Μετάβαση στο περιεχόμενο