«Θεωρώ ότι ένα αδιαμφισβήτητο όσο και ανησυχητικό στοιχείο που προέκυψε από τις ευρωπαϊκές εκλογές της 9ης Μαίου είναι η μικρή συμμετοχή των πολιτών, επομένως και το μειωμένο ενδιαφέρον τους για την εκλογική διαδικασία», μας λέει ο κ. Αντωνακόπουλος, θυμίζοντάς μας ότι από το 1996 έως σήμερα παρατηρούμε μια διαρκώς φθίνουσα συμμετοχή στην ψηφοφορία. Από το 28% αποχή στις ευρωεκλογές του 1996 φτάσαμε στο 63% το 2024. «Το φαινόμενο, -σημειώνει-, είναι γνωστό σε όλες τις χώρες της Ε. Ένωσης. Επιπλέον, οι πολίτες δεν βλέπουν το αντίκρισμα της ψήφου τους σε σχέση με τους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς αλλά ψηφίζουν με γνώμονα την άποψη τους για τις επιδόσεις της εκάστοτε κυβέρνησης και τη γενικότερη πολιτική και οικονομική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα τους»…
Ο Λεωνίδας Αντωνακόπουλος είναι πολιτικός επιστημών, κάτοχος μεταπτυχιακών τίτλων από τα Πανεπιστήμια Στρασβούργου και Βρυξελλών, με πολύχρονη εμπειρία στην Ε.Ε. Έχει διατελέσει επί 35 χρόνια ως στέλεχος στους Ευρωπαϊκούς Θεσμούς, Διευθυντής Γραφείου Έλληνα Επιτρόπου στην ΕΕ, καθώς και επικεφαλής του Γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στην Ελλάδα.
Μας εξηγεί πως τα αποτελέσματα της ευρωπαϊκής εκλογής ερμηνεύονται από τα κόμματα, τους πολιτικούς και τους δημοσιολογούντες ως έκφραση επιδοκιμασίας ή αποδοκιμασίας και η συζήτηση περιστρέφεται στο εάν η κυβέρνηση «έλαβε το μήνυμα..». Ελάχιστη έως ανύπαρκτη είναι η συζήτηση για τα ευρωπαϊκά ζητήματα που θα έπρεπε να προβάλλονται, κυρίως, από τα πολιτικά κόμματα σε όλες τις χώρες και που αφορούν την καθημερινότητα αλλά και το μέλλον των ευρωπαίων πολιτών. Ειδικότερα, τονίζει ότι:
«Θέματα όπως η ευρωπαϊκή ασφάλεια και άμυνα, το μεταναστευτικό, η πράσινη ανάπτυξη και η κλιματική αλλαγή, η οικονομική διακυβέρνηση στην Ένωση και το μέλλον της Ευρώπης σε ένα όλο και πιο περίπλοκο και ασταθές διεθνές περιβάλλον, η ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας, η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής, δεν απασχόλησαν σχεδόν καθόλου, ή επιδερμικά κατά περίπτωση, τον δημόσιο διάλογο στην προεκλογική περίοδο».
Με ευθύνη, δηλαδή, των κομμάτων αντί η συζήτηση να εστιάζεται σε αυτά τα θέματα και τις θέσεις που έχουν τα κόμματα και οι ευρωπαϊκές πολιτικές ομάδες στις οποίες εντάσσονται στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εξαντλείται σε μια εσωτερική πολιτική αντιπαράθεση. Βεβαίως, -προσθέτει ο κ. Αντωνακόπουλος-, είναι δύσκολη υπόθεση η δημιουργία ενός ευρωπαϊκού δημοσίου χώρου -δήμου- ή μιας αμιγώς «ευρωπαϊκής κοινής γνώμης» ώστε να υπάρξει στα κράτη μέλη της ΕΕ πραγματική συζήτηση και αντιπαράθεση για τα ευρωπαϊκά ζητήματα και τις θέσεις των πολιτικών κομμάτων.
Ορθός Λόγος: Πώς θα προσδιορίζαμε τους «κερδισμένους» από τη μία πλευρά και τους «χαμένους» από την άλλη;
Λ. Αντωνακόπουλος: Προσωπικά ελπίζω να μην βγουν χαμένοι προοπτικά οι ευρωπαίοι πολίτες. Στατιστικά οι φιλοευρωπαϊκές παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις διατήρησαν την ισχύ τους και διατηρούν, θεωρητικά, την απαραίτητη πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για να προωθήσουν την πολιτική ατζέντα της Ένωσης. Αναφέρομαι στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα ( κεντροδεξιά παράταξη) που διατήρησε τις δυνάμεις του και παρέμεινε η πρώτη σε ισχύ και έδρες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (Ε.Κ.), την Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών ( κεντροαριστερά ), και την ομάδα των Φιλελεύθερων όπου κυριαρχεί το Renew του προέδρου Μακρόν. Όμως, η πραγματικότητα στην πράξη είναι πιο περίπλοκη όπως και το θεσμικό σύστημα λήψης αποφάσεων της Ε. Ένωσης και του Ε.Κ. ειδικότερα. Οι συσχετισμοί δυνάμεων διαφοροποιούνται ορισμένες φορές, ακόμη και εντός της ίδιας πολιτικής ομάδας, ανάλογα με τη σύνθεση της, το αντικείμενο, ή και τις εθνικές κατευθύνσεις και ευαισθησίες. Γεγονός είναι, πάντως, ότι η σχετική άνοδος κάποιων ακραίων πολιτικών σχηματισμών σε ορισμένες χώρες της Ένωσης στις πρόσφατες εκλογές δεν ανέτρεψε, όπως προέβλεπαν κάποιοι, τους βασικούς πολιτικούς συσχετισμούς στην Ευρωβουλή.
Ο.Λ.: Η κατανόηση, η συναίνεση, ο «ορθο-λογισμός» πιστεύετε ότι θα κερδίσουν στο εξής την πόλωση, το συγκρουσιακό κλίμα και τον λαϊκισμό που γνωρίσαμε ή θα πάμε ακόμη πιο πίσω;
Λ.Α.: Αναφέρθηκα, προηγουμένως, στην απουσία ενός «Ευρωπαϊκού δήμου» που δυσκολεύει τον ουσιαστικό διάλογο και αντίλογο για την Ευρώπη. Αν υποθέσουμε ότι αυτός υποκαθίσταται από το σύνολο των εθνικών δημοσίων χώρων και τις αντίστοιχες πολιτικές πραγματικότητες και εξελίξεις σε 27 χώρες μέλη την Ένωσης, θα συμπεράνουμε το αυτονόητο: η εθνική πολιτική ατζέντα προσδιορίζει εν πολλοίς την ευρωπαϊκή θεώρηση των πολιτικών, ενίοτε την περιθωριοποιεί, και όχι το αντίστροφο. Το φαινόμενο του λαϊκισμού διατρέχει μέρος του πολιτικού φάσματος σε πολλές χώρες της Ένωσης. Ίσως είναι το «αυτοάνοσο» της δημοκρατικής διακυβέρνησης. Τροφοδοτείται βεβαίως από τις αρνητικές συγκυρίες, τις αλληλοδιάδοχες κρίσεις που αντιμετωπίζει η Ευρώπη, την πίεση από το μεταναστευτικό και προσφυγικό ζήτημα, την τρομοκρατία, την οικονομική ανασφάλεια που βιώνουν μεγάλα τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, την κρίση των αξιών στον δυτικό κόσμο. Κατά συνέπεια, ο λαϊκισμός και οι συνακόλουθες ακραίες πολιτικές συμπεριφορές δεν αναπτύσσονται σε «κενό αέρος» και απαιτούνται οι κατάλληλες θαρραλέες πολιτικές απαντήσεις από όλες τις δυνάμεις του δημοκρατικού φιλοευρωπαϊκού τόξου.
Ο.Λ.: Είναι ξεκάθαρο ποιες χώρες ψήφισαν ουσιαστικά «Ευρώπη», ποιες όχι και γιατί;
Λ.Α.: Η σύγκριση εκλογικών συμπεριφορών στα κράτη μέλη της Ένωσης δεν είναι εύκολη υπόθεση και μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Το χαρακτηριστικό των ευρωεκλογών είναι ότι είναι πολύ δύσκολο να συγκρίνουμε δύο εκλογικές αναμετρήσεις για τον απλούστατο λόγο ότι δεν έχουμε ποτέ την ίδια σύνθεση πολιτικών δυνάμεων και κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών. Ως προς την ουσία της αξιολόγησης των πολιτικών προτάσεων και αποτελεσμάτων, καλό είναι να εμείνουμε στο τελικό συνολικό αποτέλεσμα και την κατανομή των εδρών. Η όποια κατηγοριοποίηση χωρών και εκλογικών σωμάτων ως φιλοευρωπαϊκά και μη είναι παρακινδυνευμένη. Προφανώς υπάρχει έντονη κινητικότητα και σημαντικές μεταβολές στις ευρωπαϊκές κοινωνίες την τελευταία εικοσαετία. Και ναι σε χώρες ιδρυτικά μέλη της Ένωσης ( βλ. πχ Ολλανδία) οι θετικές γνώμες για την Ένωση και τους ευρωπαϊκούς Θεσμούς έχουν μειωθεί. Σε άλλες χώρες όπως η Βουλγαρία και η Ρουμανία, ο ενθουσιασμός της ένταξης τους στην Ένωση εξανεμίστηκε σύντομα, αν κρίνουμε από τα ποσοστά συμμετοχής που ήδη από το 2014 δεν ξεπερνούσαν το 25%…
Τέλος, για όλη αυτή τη συζήτηση οι τακτικές μετρήσεις και αναλύσεις του Ευρωβαρόμετρου γενικά και της ΔιαΝΕΟσις στη χώρα μας είναι εξόχως αποκαλυπτικές και διδακτικές. Η δημόσια εικόνα της Ένωσης παραμένει οριακά θετική, με πολλές διαφοροποιήσεις και επιμέρους κριτικές στις χώρες μέλη της ΕΕ.
Παράλληλα, όμως, οι ευρωπαίοι πολίτες απολαμβάνουν μια «αυτονόητη» για όλους μας πραγματικότητα με ελευθερία, δημοκρατική διακυβέρνηση, κράτος δικαίου και διαφύλαξη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ευημερία και κοινωνική προστασία, ως ένα σύνολο ευρωπαϊκών αξιών που συνθέτουν και προσδιορίζουν τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Αυτό το ελκυστικό ευρωπαϊκό πρότυπο δημοκρατικής διακυβέρνησης αποτελεί αδιαμφισβήτητα παγκόσμιο πρότυπο το οποίο πρέπει να διαφυλαχθεί από τους πολίτες και το πολιτικό προσωπικό σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Ο.Λ.: Τα φαινόμενα της αποχής, διαχρονικά, επισημαίνουν κάτι; Ασχολείται με αυτήν την πραγματικότητα η ΕΕ, αλλά και κάθε κράτος μέλος, χωριστά; Η σωστή «ενημέρωση», μέσα από μια «εποικοδομητική δημοσιογραφία», θα μπορούσαν να παίξουν ρόλο ώστε να περιοριστεί η αδιαφορία των πολιτών-εκλογέων;
Λ.Α.: Η πολυφωνία και η πρόσβαση των πολιτών στην πληροφορία και τη «σωστή ενημέρωση» αποτελούν σημαντικό στοιχείο του ευρωπαϊκού συστήματος αξιών. Βεβαίως, η σημερινή πραγματικότητα με την έκρηξη της πληροφορίας, των κοινωνικών δικτύων, και των ανατρεπτικών εξελίξεων στην ψηφιακή εποχή γεννούν πολλά ερωτηματικά και τροφοδοτούν έντονη συζήτηση για την ποιότητα της δημόσιας πληροφόρησης και της κοινωνίας της πληροφορίας γενικότερα. Αναφερθήκαμε ήδη στις δυσκολίες για την ανάπτυξη μια ευρωπαϊκής δημόσιας σφαίρας.
Όσον αφορά την «εποικοδομητική δημοσιογραφία» σίγουρα υπάρχουν καλές προσπάθειες και «φωνές» στα Ευρωπαϊκά και Ελληνικά ΜΜΕ οι οποίες ωστόσο δεν αποτελούν πλειοψηφία στον καταιγισμό πληροφοριών που δέχεται ο πολίτης. Πρέπει όμως να τονίσω το εξής: η προσπάθεια για σωστή ενημέρωση σχετικά με την Ευρώπη, για να είναι αποτελεσματική, απαιτεί συστράτευση δυνάμεων, όχι μόνο από τα ΜΜΕ. Οι κυβερνήσεις, τα πολιτικά κόμματα, η κοινωνία πολιτών σε όλες της τις εκφάνσεις, η πνευματική ηγεσία της κάθε χώρας, οι “opinion leaders” θα πρέπει να αναλάβουν το μέρος που τους αναλογεί. Συχνά, όμως, παρατηρούμε ότι σε πολιτικό επίπεδο η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Οι ευρωπαϊκές «καλές αποφάσεις» για κονδύλια, ενισχύσεις, επιβραβεύσεις κλπ., εύκολα οικειοποιούνται από τα κόμματα και τις κυβερνήσεις, ενώ για κάποιες δυσάρεστες, όμως απαραίτητες, ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες και αποφάσεις οι ευθύνες βαραίνουν αποκλειστικά «τις Βρυξέλλες».
Το γεγονός ότι η χώρα μας συμμετέχει, πλήρως, με τους πολιτικούς της εκπροσώπους σε όλο το θεσμικο-πολιτικό σύστημα λήψης αποφάσεων της Ένωσης για σαράντα χρόνια και πλέον, δεν τονίζεται αρκετά στον δημόσιο διάλογο. Όμως αυτό δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο.
Ο.Λ.: Τι αναμένεται από εδώ και πέρα στα Ευρωπαϊκά όργανα και στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων; Ποιες ενδεχομένως θα είναι οι νέες «δυσκολίες» και πώς θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν; Επίσης, ποια τα θετικά και ποια τα αρνητικά μηνύματα για το μέλλον της Ένωσης; Θα μπορούσαμε να ενδυναμώσουμε τα πρώτα και να μειώσουμε τα δεύτερα; Πώς; Ποιες είναι πιθανές λύσεις;
Λ.Α.: Όσον αφορά το άμεσο μέλλον, οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί θα συνεχίσουν, βεβαίως, να λειτουργούν στο πλαίσιο των Συνθηκών που διέπουν τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ορίζουν τη θεσμική ισορροπία, τον ρόλο και τις αρμοδιότητες εκάστου των Οργάνων. Σε πολιτικό επίπεδο, όπως είναι γνωστό, είναι σε εξέλιξη οι διαβουλεύσεις μεταξύ των κυβερνήσεων για την κατανομή των κορυφαίων θέσεων ευθύνης στα θεσμικά όργανα, δηλαδή, του/της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, του Προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Ύπατου Εκπροσώπου της Ένωσης για την Εξωτερική πολιτική. Στο τέλος του τρέχοντος Ιουνίου θα υπάρξει Σύνοδος των αρχηγών κρατών και κυβερνήσεων των χωρών μελών της Ένωσης ( Σύνοδος Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου) με σκοπό την επίτευξη γενικής συμφωνίας για την επιλογή των προσώπων και τον καταμερισμό των υψηλών αυτών θέσεων που θα προσδιορίσουν και την πορεία των Θεσμών για την επόμενη πενταετία. Οι αποφάσεις αυτές λαμβάνονται, θεωρητικά, με γνώμονα και τα αποτελέσματα των πρόσφατων ευρωεκλογών, αλλά κυρίως με βάση τον συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων μεταξύ των μεγάλων πολιτικών ομάδων, ΕΛΚ, Σοσιαλιστές, Φιλελεύθεροι. Επίσης απαιτείται συμφωνία ως προς τα προτεινόμενα πρόσωπα. Πρόκειται για μια περίπλοκη πολιτική διαδικασία «δούναι και λαβείν» όπου οι βουλήσεις των μεγάλων κρατών Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία κλπ., διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην τελική έκβαση, όμως, στην αναζήτηση των απαραίτητων συμβιβασμών και ισορροπιών παίζουν ρόλο και τα μικρότερα κράτη μέλη όπως και η χώρα μας. Αυτή είναι και η αξία της ευρύτερης δημοκρατικής και συναινετικής διαδικασίας ως πρακτική στον τρόπο λήψης αποφάσεων στην Ε.Ε που προσδιορίζει τον ευρωπαϊκό πολιτικό πολιτισμό και την δικαιοπραξία στην Ένωση.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι ο γαλλογερμανικός άξονας, παραδοσιακά κινητήριος δύναμη στη δημιουργία και εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βρίσκεται σε μια δύσκολη καμπή μετά τις ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου. Οι αλλαγές που προκύπτουν από την επικράτηση της Μαρί Λεπέν και την άνοδο και άλλου πολιτικού σχήματος στο δεξιό φάσμα, επηρεάζει τη γαλλική πολιτική σκηνή και βεβαίως η άμεση πρωτοβουλία του Προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν να προκηρύξει εθνικές εκλογές στις 30 Ιουνίου, αποτυπώνει το γεγονός ότι η ερμηνεία του αποτελέσματος των ευρωεκλογών έχει βαθύτερες επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο, παρά στη σύνθεση της Ευρωβουλής. Ανάλογη αναστάτωση έχει προκληθεί και στη Γερμανία, χωρίς προκήρυξη εκλογών, αλλά και σε χώρες όπως το Βέλγιο (παραίτηση πρωθυπουργού) και η Ολλανδία. Ας ελπίσουμε ότι οι εξελίξεις αυτές δεν θα προκαλέσουν μεγάλη κρίση στον γαλλογερμανικό άξονα, ως παράγοντα ισορροπίας και καίριων πολιτικών πρωτοβουλιών στο επίπεδο της Ένωσης, διότι αυτό θα αποβεί δυσμενές για το σύνολο της Ένωσης και ιδιαίτερα για τους πολίτες.
Η παραπάνω διαπίστωση συνδέεται και με την τάση που ήδη υπάρχει την τελευταία πενταετία, να ενισχύεται η λεγόμενη διακυβερνητική μέθοδος εις βάρος της κοινοτικής, δηλαδή να επικρατεί η βούληση των κυβερνήσεων με πρακτικές που εξασθενούν τον ρόλο των ευρωπαϊκών Θεσμών στο πλαίσιο της διαδικασίας λήψης αποφάσεων στην ΕΕ.
Κατά συνέπεια η μελλοντική σύνθεση των κυβερνήσεων στη Γαλλία και τη Γερμανία, αλλά και στα αλλά κράτη μέλη θα προσδιορίσουν τη μελλοντική φυσιογνωμία και εξέλιξη της Ένωσης.
Στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουμε συνολικά 7 πολιτικές ομάδες που συγκροτούνται κατά πολιτική συγγένεια με βάση τα εθνικά πολιτικά κόμματα που στέλνουν τους εκλεγμένους ευρωβουλευτές. Σε κάποιες χώρες, π.χ. Πολωνία, Ρουμανία, Ολλανδία, έχουν υπάρξει περιπτώσεις που ένας κομματικός συνασπισμός τροφοδοτεί διαφορετικές πολιτικές ομάδες, ανάλογα με τα πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά των εθνικών κομμάτων. Για κάποιους τα «σύνορα» μεταξύ των Σοσιαλιστών και των Πράσινων, οι οποίοι ειρήσθω εν παρόδω είχαν τις σημαντικότερες απώλειες στις πρόσφατες ευρωεκλογές, είναι ευέλικτα. Αντίστοιχα το κόμμα του Ούγγρου Πρωθυπουργού Όρμπαν, παρά την προφανή ιδεολογική συγγένεια με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ), φαίνεται ότι προτιμά την ένταξη του στην ομάδα των Ευρωπαίων Συντηρητικών και Μεταρρυθμιστών ( ECR) που τοποθετείται δεξιότερα του ΕΛΚ και περιλαμβάνει αρκετούς «ευρωσκεπτικιστές».
Ο.Λ.: Γενικά, τι νομίζετε, θα μπορέσει η ΕΕ να προχωρήσει σε μεγαλύτερη εμβάθυνση-ολοκλήρωση ή όχι; Από τι θα εξαρτηθεί αυτό;
Λ.Α.: Σε κάθε περίπτωση οι ευρωβουλευτές λαμβάνουν κατευθύνσεις από τα εθνικά κόμματα από τα οποία προέρχονται και βεβαίως και από τις κυβερνήσεις των χωρών τους για τα θέματα που συζητούνται και κυρίως για τις προτάσεις και πρωτοβουλίες νομοθετικού περιεχομένου. Καθόσον δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι το Κοινοβούλιο συν-νομοθετεί μαζί με το Συμβούλιο της ΕΕ, δηλαδή τους υπουργούς των εθνικών κυβερνήσεων, εκτός από τις άλλες σημαντικές αρμοδιότητες που έχει ασκώντας κοινοβουλευτικό έλεγχο στο Συμβούλιο της ΕΕ και στην Επιτροπή.
Επομένως οι συνέργειες και η ευρύτερη συνεργασία μέσω της κοινοβουλευτικής δουλειάς στο Ε.Κ., καθώς και η αναζήτηση κοινού παρονομαστή και συνθέσεων και με τα άλλα θεσμικά Όργανα της Ένωσης και βεβαίως τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, είναι η μόνη οδός για τη συνέχιση της κοινής προσπάθειας για την διαφύλαξη των κεκτημένων και την περαιτέρω πρόοδο της Ένωσης προς όφελος των ευρωπαίων πολιτών. Προϋπόθεση, βεβαίως, είναι η πολιτική συμφωνία των κυβερνήσεων και των Θεσμών για την κατεύθυνση και τις προτεραιότητες της ΕΕ στην επόμενη κρίσιμη πενταετία.
Θα υπάρξει ομοφωνία ως προς τους στόχους; Πώς θα συμπεριφερθούν κυβερνήσεις που συμπεριλαμβάνουν αντί- ευρωπαϊκές «φωνές» στη σύνθεση τους; Η αίσθηση μου είναι ότι ενόσω τα κοινά πλεονεκτήματα σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο είναι περισσότερα από τα όποια μειονεκτήματα και δυσκολίες, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα θα ενισχύεται και θα προοδεύει. Ας μην ξεχνάμε ότι, παρά τις αντίθετες απαισιόδοξες προβλέψεις κάποιων, η Ένωση υπερέβη επιτυχώς τις αλληλοδιαδοχές κρίσεις, παλαιότερες και πρόσφατες, και, βεβαίως, απεδείχθη στην πράξη ότι η αλληλεγγύη και κοινή αντιμετώπιση όπως στην υγειονομική κρίση του Covid-19, προσέφερε καλύτερες και αμεσότερες λύσεις.
Ωστόσο κάθε εποχή έχει τις δικές της προκλήσεις. Τώρα η Ευρώπη καλείται να πλοηγηθεί εν μέσω δύο πολεμικών συγκρούσεων στην Ουκρανία και στη Μ. Ανατολή, το τέλος των οποίων δεν διαφαίνεται άμεσο ούτε εύκολο, να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της μαζικής μετανάστευσης, την διεθνή και ιδιαίτερα την ισλαμική τρομοκρατία, τη μείωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας και τις πληθωριστικές τάσεις, να διατηρήσει τη θέση της και την επιρροή της σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο παγκόσμιο περιβάλλον.
Πρόσφατα, ο πρώην πρωθυπουργός της Ιταλίας Ενρίκο Λέτα , σε μια σημαντική έκθεση 147 σελίδων με γενικό τίτλο «Πολύ περισσότερο από μια αγορά», θέτει τα κυρία ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει η Ευρώπη για να διατηρήσει τη θέση της στον παγκόσμιο χάρτη. Το χάσμα μεταξύ της Ένωσης και των ΗΠΑ όσον αφορά τις οικονομικές επιδόσεις γίνεται όλο και μεγαλύτερο, παρατηρεί, καθώς και ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας δημιουργεί νέες δυσκολίες για την Ευρώπη. Παράλληλα αναδύονται νέες δυνάμεις στο παγκόσμιο εμπόριο με πρωτόγνωρους ρυθμούς ανάπτυξης, όπως η Ινδία και η Ν. Αφρική, ενώ η διείσδυση της Κίνας, της Ρωσίας, της Ινδίας και της Τουρκίας στην Αφρικανική ήπειρο δημιουργεί νέα δεδομένα.
Ποιος ασχολήθηκε στην Ελλάδα με την έκθεση Λέτα; Μάλλον, ελάχιστοι «εντός των τειχών» και κανείς στον δημόσιο διάλογο… Κυριάρχησε όμως η εθνική ατζέντα, η «ακρίβεια», το πόθεν έσχες των πολιτικών κλπ. Αντίστοιχα, το ίδιο συνέβη και στις περισσότερες αν όχι σε όλες τις υπόλοιπες 26 χώρες της Ένωσης. Κοινή όμως ανησυχία και ενασχόληση των ΜΜΕ ήταν η αναμενόμενη άνοδος της «Ακροδεξιάς» στις ευρωεκλογές.
Ο.Λ.: Τελικά, τι μαθήματα για το μέλλον μας, ως ευρωπαίοι πολίτες, μπορούμε να αποκομίσουμε;
Λ.Α.: Στο σημείο αυτό ας είμαστε ρεαλιστές. Η πίεση της καθημερινότητας, η συγκυρία, η υποβάθμιση του επιπέδου ζωής γενικά σε τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών, στρέφει μέρος των πολιτών να έλκονται από υπέρ-συντηρητικές ή και ακραίες πολιτικές προτάσεις, στα δεξιά ή αριστερά του πολιτικού φάσματος και, ακόμη, να υιοθετούν εξωφρενικές θεωρίες για το πολιτικό γίγνεσθαι σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η τροφοδότηση των άκρων για να ανατραπεί απαιτεί συνεκτικές και θαρραλέες πολιτικές από τις κυβερνήσεις και τα κόμματα του φιλοευρωπαϊκού δημοκρατικού τόξου και όχι αφορισμούς και εξορκισμούς της «Ακροδεξιάς».
Επίσης, οι υπερβολές της λεγόμενης «πολιτικής ορθότητας» που ελάχιστη σχέση έχει με την ευρωπαϊκή πολιτιστική παράδοση και το σύστημα αξιών μας, απομακρύνει αρκετούς πολίτες και επιτείνει την δυσπιστία προς το πολιτικό σύστημα.
Εκτός από τα προλεχθέντα για τις προσπάθειες που πρέπει να γίνουν στο επίπεδο της οικονομίας και της γεωπολιτικής από την πλευρά της Ένωσης, είναι εξίσου σημαντική στη συνείδηση των πολιτών και η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, των ευρωπαϊκών αξιών και του ευρωπαϊκού τρόπου ζωής στην καθημερινότητα. Δυστυχώς, σε πολλές περιπτώσεις οι κυβερνώντες αντιμετωπίζουν με μαλθακότητα και έλλειψη αποφασιστικότητας τα επικίνδυνα φαινόμενα που γεννά η ριζοσπαστική ισλαμική ιδεολογία και η διεθνής τρομοκρατία.
Και τώρα, τι;
Καταλήγοντας, στην γεμάτη μηνύματα-νοήματα συζήτηση μαζί μας, ο Λεωνίδας Αντωνακόπουλος, υπογραμμίζει ότι στην Ευρώπη παρατηρούνται φαινόμενα όπου πολίτες δηλώνουν την αυξανόμενη αίσθηση ανασφάλειας καθώς και την αίσθηση ότι αποτελούν πλέον πολιτιστική μειονότητα στη γειτονιά τους, στην περιοχή τους, στην πόλη τους. Και, προσθέτει χαρακτηριστικά ότι:
«Η ανεκτικότητα και η αποδοχή και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα πηγάζει από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, όμως η διαφύλαξη των απειλούμενων ευρωπαϊκών αξιών είναι εξίσου και ακόμη πιο σημαντική.
Τέλος, όσον αφορά τις βασικές εσωτερικές πολιτικές της Ένωσης, με άξονα την τόνωση των εθνικών και τοπικών οικονομιών, τη μείωση της ανεργίας, την περιφερειακή ανάπτυξη και τις ενισχύσεις με τα νέα σημαντικά χρηματοοικονομικά εργαλεία και προγράμματα με στόχο τη σύγκλιση και την μείωση των ανισοτήτων, τα πράγματα δείχνουν ότι βαίνουν προς τη σωστή κατεύθυνση. Οι πολίτες όμως έχουν ανάγκη ενημέρωσης και να το βιώσουν στην καθημερινότητα τους. Για αυτό είναι υπεύθυνο το πολιτικό σύστημα στα κράτη μέλη της Ένωσης και η προσπάθεια αυτή πρέπει να είναι αέναη.
Αντί επιλόγου στις σκέψεις αυτές θα αναφέρω τον αείμνηστο Ζακ Ντελόρ στον οποίο πολλά οφείλει η Ευρώπη και η χώρα μας. Αναφερόμενος στη σημασία της κοινοτικής αλληλεγγύης και τη διατήρηση βιώσιμων συσχετισμών μεταξύ περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένων χωρών και περιφερειών, έλεγε χαρακτηριστικά, φίλος του ποδοσφαίρου ο ίδιος, ότι “το γήπεδο δεν πρέπει να γέρνει”…».