Πριν από μισό αιώνα, στα τέλη Ιουλίου 1975, οι ηγέτες 33 ευρωπαϊκών κρατών, μαζί με εκείνους των Ηνωμένων Πολιτειών, του Καναδά και της Σοβιετικής Ένωσης, συγκεντρώθηκαν στο Ελσίνκι. Αποστολή τους ήταν να ολοκληρώσουν τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (CSCE) – μια διαδικασία που είχε ξεκινήσει δύο χρόνια νωρίτερα και είχε ως στόχο την χαλάρωση των τεταμένων σχέσεων μεταξύ του καπιταλιστικού Δυτικού κόσμου και του σοσιαλιστικού Ανατολικού.
Το κύριο αποτέλεσμα της CSCE ήταν η λεγόμενη Τελική Πράξη του Ελσίνκι – μια συμφωνία που, αν και δεν ήταν νομικά δεσμευτική, αντιμετώπιζε μια σειρά από επείγοντα ζητήματα χωρισμένα σε τρεις ενότητες: πολιτικές και στρατιωτικές υποθέσεις, οικονομική και επιστημονική συνεργασία και ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Σοβιετική ηγεσία υποδέχτηκε με ικανοποίηση την Τελική Πράξη, καθώς επιβεβαίωνε το απαραβίαστο των υφιστάμενων συνόρων στην Ευρώπη – κάτι που ερμήνευσε ως de facto νομιμοποίηση των εδαφικών της κερδών μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Δυτικοί ηγέτες, ενώ επανέλαβαν τη μη αναγνώριση της προσάρτησης των κρατών της Βαλτικής από τη Σοβιετική Ένωση, επέτρεψαν αυτή την αμφισημία.
Το «βραβείο παρηγοριάς» για τη Δύση ήταν η συμπερίληψη στην Τελική Πράξη της τρίτης «ενότητας», των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, ως απαραίτητων για την ειρηνική συνύπαρξη στην Ευρώπη.
Με ορισμένες επιφυλάξεις, η Τελική Πράξη συνέβαλε στην άμβλυνση των εντάσεων του Ψυχρού Πολέμου και έθεσε τα θεμέλια για μια διεθνή τάξη στην Ευρώπη.
Ωστόσο, από την αρχή ήταν σαφές ότι η σοβιετική ηγεσία θα αθετούσε τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει στο πλαίσιο της τρίτης ενότητας. Αν και η υπογραφή της Τελικής Πράξης έδωσε νέα ώθηση στις οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα και στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα εντός της Σοβιετικής Ένωσης, τα οποία επικαλέστηκαν τις αρχές της ισότητας των δικαιωμάτων και της αυτοδιάθεσης των λαών, οι σοβιετικές αρχές τα καταστέλλαν βίαια, υπονομεύοντας, ουσιαστικά, βασικά στοιχεία της συμφωνίας της CSCE.
Αυτό δεν ήταν καθόλου έκπληξη: οι Σοβιετικοί ενδιαφέρονταν, κυρίως, για την πρώτη πολιτικοστρατιωτική ενότητα, την οποία ερμήνευαν ως νομιμοποίηση και ενίσχυση της γεωπολιτικής σφαίρας επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης.
Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η CSCE αναδιαμορφώθηκε, το 1995, ως Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Οι «ενότητες» της Τελικής Πράξης μετονομάστηκαν σε «διαστάσεις», και η τρίτη έγινε η ανθρώπινη διάσταση, η οποία θα περιλάμβανε την παρατήρηση των εκλογών, την προστασία των εθνικών μειονοτήτων, την ελευθερία του Τύπου και ευρύτερα ζητήματα κράτους δικαίου και δημοκρατικής διακυβέρνησης.
Από τη μετάβαση στην ένταση
Μετά την άνοδο του Βλαντιμίρ Πούτιν στην εξουσία στη Ρωσία, οι σχέσεις της χώρας με τον ΟΑΣΕ άρχισαν να επιδεινώνονται.
Η σταδιακή ολίσθηση της Ρωσίας από μια αδύναμη δημοκρατία προς έναν εδραιωμένο αυταρχισμό, που χαρακτηρίζεται από την υπονόμευση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας των μέσων ενημέρωσης και των εκλογικών προτύπων, προκάλεσε όλο και περισσότερες επικρίσεις από τον ΟΑΣΕ. Σε απάντηση, η Μόσχα άρχισε να επαναλαμβάνει την παλιά Σοβιετική στάση, υποβαθμίζοντας την ανθρώπινη διάσταση και τονίζοντας την υπεροχή των πολιτικο-στρατιωτικών ζητημάτων που περιγράφονταν στη πρώτη ενότητα της Τελικής Πράξης.
Η Ρωσία διέθετε τα διαδικαστικά εργαλεία για να το πράξει. Δεδομένου ότι ο ΟΑΣΕ λειτουργεί κυρίως με συναίνεση, η δυνατότητα της Μόσχας να παρεμποδίζει τη λήψη αποφάσεων έχει επανειλημμένα παραλύσει πρωτοβουλίες του οργανισμού που θεωρούσε αντίθετες προς τα γεωπολιτικά της συμφέροντα.
Ωστόσο, με την αρχική εισβολή στην Ουκρανία το 2014, η Ρωσία του Πούτιν προχώρησε ακόμη περισσότερο από τη Σοβιετική Ένωση – όχι μόνο όσον αφορά τη στρατιωτική επιθετικότητα εναντίον μιας Ευρωπαϊκής χώρας, αλλά και την προσέγγισή της έναντι του ΟΑΣΕ.
Ενώ η Σοβιετική Ένωση και η μετα-σοβιετική Ρωσία υπό τον Μπόρις Γέλτσιν, δήλωναν -τουλάχιστον επίσημα- ότι θα τηρούσαν τις δεσμεύσεις της Τελικής Πράξης για τα ανθρώπινα δικαιώματα, το καθεστώς Πούτιν τις απέρριπτε όλο και περισσότερο ως «Δυτικο-κεντρικές» και ασυμβίβαστες με την εθνική κυριαρχία.
Οι κατηγορίες για Δυτική μεροληψία και «δύο μέτρα και δύο σταθμά» αποτέλεσαν επαναλαμβανόμενο μοτίβο στις δηλώσεις της Ρωσίας στις συνεδριάσεις του ΟΑΣΕ. Η Μόσχα εκμεταλλεύτηκε συστηματικά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων βάσει συναίνεσης του ΟΑΣΕ για να υπονομεύσει ολόκληρη την ανθρώπινη διάσταση του οργανισμού.
Η άρνηση της Ρωσίας να συμφωνεί σε βασικές αποφάσεις είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της ετήσιας διάσκεψης του ΟΑΣΕ για την αποτίμηση της κατάστασης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τον αποκλεισμό αναθέσεων και χρηματοδοτήσεων για αποστολές πεδίου που εστίαζαν στην κοινωνία των πολιτών και τα δικαιώματα, καθώς και την καθυστέρηση των μηχανισμών του Οργανισμού για τη διερεύνηση σοβαρών παραβιάσεων – εκτός εάν οι προσπάθειες αυτές ευθυγραμμίζονταν με τα γεωπολιτικά συμφέροντα του Κρεμλίνου.
Από τo σαμποτάζ στο αδιέξοδο
Παράλληλα, όμως, με τη συστηματική παρεμπόδιση της ατζέντας του ΟΑΣΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα, προκειμένου να επικεντρωθεί αποκλειστικά σε θέματα σκληρής ασφάλειας, η Ρωσία κατέβαλε προσπάθειες και για την αποδυνάμωση της πολιτικής και στρατιωτικής διάστασης του Οργανισμού.
Μετά την Προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσική Ομοσπονδία, το 2014, τα κράτη μέλη του ΟΑΣΕ πίεσαν για την παρακολούθηση των συνόρων Ρωσίας-Ουκρανίας, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Ρωσία έστελνε όπλα ή στρατεύματα στο Ουκρανικό έδαφος. Ωστόσο, η τεχνική εντολή και η γεωγραφική εμβέλεια της αποστολής παρατηρητών του ΟΑΣΕ, στην οποία συμφώνησε η Ρωσία, κατέστησαν φυσικά αδύνατη την παρακολούθηση της ευρύτερης παραμεθόριας περιοχής όπου υπήρχαν υποψίες για στρατιωτικές μεταφορές.
Μετά την πλήρη εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία το 2022, η Μόσχα αρνήθηκε να επιτρέψει οποιαδήποτε παρουσία του ΟΑΣΕ κατά μήκος των νέων μετώπων. Μπλόκαρε επίσης την παράταση της Ειδικής Αποστολής Παρακολούθησης του ΟΑΣΕ στην Ουκρανία, καταργώντας στην πράξη τη δυνατότητα του Οργανισμού να παρακολουθεί τη σύγκρουση.
Όπως και η συντριπτική πλειονότητα των διεθνών οργανισμών που ιδρύθηκαν τον περασμένο αιώνα με σκοπό τη μείωση των γεωπολιτικών εντάσεων και την προώθηση της ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας στις διεθνείς σχέσεις, ο ΟΑΣΕ βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπος με μια βαθιά υπαρξιακή κρίση. Η Τελική Πράξη του Ελσίνκι, ένα ορόσημο της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, ανήκει σε μια διεθνή τάξη που δεν υπάρχει πλέον – όπως και ο ΟΑΣΕ.
Μαζί με τα Ηνωμένα Έθνη, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο και πολλούς άλλους θεσμούς που έχουν χάσει τη συνοχή και το σκοπό τους στη σημερινή μεταβατική περίοδο, ο ΟΑΣΕ θα συνεχίσει να υπάρχει χάρη στη θεσμική αδράνεια – και ως μνημείο της ιστορικής περιόδου σχετικής σταθερότητας στην Ευρώπη.
Ως εκ τούτου, παραμένει αναντικατάστατος, έστω και μόνο επειδή η νέα διεθνής τάξη δεν έχει ακόμη αναδυθεί.