Πριν από εβδομήντα χρόνια, ο Έριχ Φρομ, ένας από τους σημαντικότερους ψυχολόγους του 20ου αιώνα, δημοσίευε το βιβλίο «Η Τέχνη της Αγάπης», το οποίο έκτοτε μεταφράστηκε σε 34 γλώσσες και συνεχίζει να διαβάζεται σε όλο τον κόσμο. Το μήνυμά του παραμένει εκκωφαντικά επίκαιρο: η Αγάπη δεν είναι συναίσθημα· είναι τέχνη. Και όπως κάθε τέχνη, απαιτεί γνώση, πειθαρχία, εξάσκηση και θάρρος. Όπως, ήδη, επισήμαινε από τη δεκαετία του ’50: παρότι όλοι αναγνωρίζουν την αγάπη ως αναγκαία για την ανθρώπινη ζωή, ελάχιστοι τη στοχάζονται ως ικανότητα που καλλιεργείται. Το πρόβλημα δεν βρίσκεται στο αν μας αγαπούν, αλλά στο αν μπορούμε εμείς να αγαπάμε – και ακόμα βαθύτερα, στο αν αναγνωρίζουμε την αγάπη όχι ως παροδική συγκίνηση, αλλά ως υπαρξιακή στάση.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η σύγχρονη κοινωνία έχει διαστρέψει την έννοια της αγάπης, μετατρέποντάς την σε μια εμπορική συναλλαγή. Ο καθένας αναζητά τον «κατάλληλο» σύντροφο, αντί να καλλιεργεί την ικανότητα του να αγαπά. Κι όταν πια «ερωτευόμαστε», συγχέουμε την ένταση του συναισθήματος με την πληρότητα της αγάπης — ενώ, αυτό που νιώθουμε ίσως, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η απελπισία της μοναξιάς που βρήκε προσωρινά διέξοδο.
Για τον Φρομ, η αγάπη δεν είναι διαφυγή από την ανασφάλεια, ούτε απλός μηχανισμός ικανοποίησης. Είναι άνοιγμα προς τον άλλον, που ξεκινά με το να δίνεις: χαρά, κατανόηση, φροντίδα, προσοχή, συμμετοχή. Είναι σχέση όχι κατοχής, αλλά αναγνώρισης. Και είναι πάντα συνδεδεμένη με την αγάπη προς την ανθρωπότητα στο σύνολό της — γιατί όποιος αγαπά αληθινά ένα πρόσωπο, δεν μπορεί να μισεί τους άλλους.
Μέσα σε κοινωνίες που προβάλλουν ως πρότυπα μόνο την επιτυχία, την ατομική καταξίωση, τον ωφελιμισμό, η αγάπη φαίνεται εκτοπισμένη από τα ουσιώδη. Και όμως, λέει ο Φρομ, είναι η μόνη απάντηση στο ζήτημα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στο κείμενο που ακολουθεί, προσεγγίζουμε την Αγάπη όχι ως ψυχική κατάσταση, αλλά ως κεντρική δύναμη του ανθρώπινου όντος, από την αρχαιότητα έως σήμερα. Ως δύναμη δημιουργίας και ενότητας. Ως την άλλη όψη της Σοφίας. Ως την τέχνη που, αν μάθουμε, ίσως καταφέρουμε να αλλάξουμε όχι μόνο τις σχέσεις μας, αλλά και τον ίδιο τον κόσμο.
Κοσμική και φιλοσοφική Αρχή
Πολύ πριν μετατραπεί σε ατομικό συναίσθημα ή αντικείμενο ψυχολογικής διερεύνησης, η αγάπη νοούνταν ως πρωταρχική δύναμη — ως μία από τις θεμελιώδεις αρχές που συγκροτούν τον κόσμο και καθορίζουν τη θέση του ανθρώπου μέσα του. Αν η Σοφία είναι η τέχνη του να γνωρίζεις, η Αγάπη είναι η τέχνη του να σχετίζεσαι – με το Εγώ, τον Άλλον, τον Κόσμο. Όσοι την έζησαν αληθινά, την είπαν «Θεό». Όσοι τη στοχάστηκαν, την είπαν «Δημιουργία». Όσοι τη δίδαξαν, την είπαν «δύναμη που δεν εξουσιάζει».
Ο Εμπεδοκλής την αποκαλεί Φιλότητα: την αρχή που ενώνει, που συγκρατεί, που μορφοποιεί το χάος. Αντίπαλός της είναι το Νεῖκος, η έριδα, η διάσπαση, η καταστροφή. Σύμφωνα με τον προσωκρατικό φιλόσοφο, το σύμπαν δεν κινείται τυχαία· διέπεται από τη δυναμική εναλλαγή δύο δυνάμεων: της αγάπης και του μίσους. Εκεί όπου υπάρχει ζωή, ύπαρξη, σχέση, υπάρχει Φιλότης. Εκεί όπου επικρατεί η διχόνοια, η εχθρότητα, το μίσος, κυριαρχεί το Νεῖκος.
Ο Πλάτων, στο Συμπόσιον, περιγράφει τον έρωτα όχι ως απόλαυση, αλλά ως πόθο για το Αγαθό και το Ωραίο. Ο Έρως δεν είναι θεός της ευτυχίας· είναι δαίμων του ανικανοποίητου, ενδιάμεσος ανάμεσα στο θνητό και το θείο, ο εσωτερικός πόθος που μας ωθεί να ξεπεράσουμε το πεπερασμένο και να προσεγγίσουμε το αιώνιο. Η αγάπη, στον Πλάτωνα, δεν περιορίζεται στη σχέση δύο προσώπων· είναι η κινητήρια δύναμη της ψυχής προς την αλήθεια.
Στον Χριστιανισμό, η αγάπη δεν περιγράφεται μόνο ως εντολή, αλλά ως η ίδια η φύση του Θεού: «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν». Δεν είναι απλώς ηθική επιταγή· είναι ο ίδιος ο τρόπος με τον οποίο το Θείο είναι παρόν στον κόσμο. Η αγάπη εδώ αποκτά οικουμενική διάσταση, καθώς δεν εξαρτάται από την αξία ή την ανταπόδοση του άλλου· προηγείται του «γιατί» και του «ποιος».
Στον Βουδισμό, η έννοια της αγάπης εμφανίζεται ως καρπός φώτισης. Η karuṇā, η συμπόνια, είναι μια στάση ανοιχτής, μη προσκολλημένης αγάπης προς όλα τα έμβια όντα. Δεν είναι πάθος, αλλά κατανόηση και διάλυση του εγωισμού· δεν είναι ταύτιση, αλλά συμμετοχή στην κοινή μοίρα.
Στις εσωτερικές παραδόσεις, δύσης και ανατολής, η Αγάπη περιγράφεται ως κατάσταση ένωσης με το Όλον. Ο έρωτας του ανθρώπου προς τον Θεό γίνεται πορεία επιστροφής — η ψυχή ερωτεύεται αυτό από το οποίο προήλθε. Στο πρόσωπο του Αγαπημένου, δεν αγαπάς μόνο τον άλλον· αγαπάς το σύμπαν ενσαρκωμένο.
Σε όλες αυτές τις παραδόσεις —αρχαίες και νεότερες, δυτικές και ανατολικές— η Αγάπη είναι το ενάντιο του μίσους. Δεν είναι απλώς συναίσθημα, αλλά η Αρχή, το νήμα που συνέχει και συγκροτεί τον κόσμο – που συγκρατεί, συνδέει, οδηγεί, γεννά, Είναι το πεδίο όπου το Εγώ εγκαταλείπει την ψευδαίσθηση του κέντρου και αναγνωρίζει τον εαυτό του ως μέρος του Όλου. Εκεί όπου υπάρχει αγάπη, υπάρχει τάξη, συνέχεια, σκοπός. Εκεί όπου λείπει, υπάρχει διαχωρισμός, απομόνωση, απώλεια νοήματος.
Ίσως, πριν μιλήσουμε για το πώς αγαπάμε, να χρειάζεται πρώτα να θυμηθούμε τι σημαίνει να ανήκεις σε έναν κόσμο που γεννήθηκε από την ανάγκη της ενότητας.
Τέχνη που απαιτεί επίγνωση
Εμβαθύνοντας στον Έριχ Φρομ, η αγάπη δεν είναι ούτε τύχη, ούτε ένστικτο, ούτε ανταμοιβή. Είναι μια τέχνη – με την πλήρη σημασία της λέξης. Όπως η μουσική, η αρχιτεκτονική ή η φιλοσοφία, έτσι και η αγάπη απαιτεί γνώση, πειθαρχία, συγκέντρωση, υπομονή, και βάθος πρόθεσης. Αλλά περισσότερο απ’ όλα, απαιτεί συνειδητή βούληση να τεθεί στο επίκεντρο της ζωής μας.
Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν ενδιαφέρονται πραγματικά να αγαπήσουν. Ενδιαφέρονται να αγαπηθούν. Δηλαδή, να είναι επιθυμητοί, να προκαλούν έλξη, να γίνουν αποδεκτοί. Η αγάπη, σε αυτό το πλαίσιο, δεν είναι πράξη που απευθύνεται προς τον άλλον, αλλά μέσο επιβεβαίωσης του εγώ. Αντί για δόσιμο, καταλήγει να υπηρετεί τον εγωκεντρισμό.
Παρανόηση, επίσης, αποτελεί ο αντικειμενοποιημένος τρόπος με τον οποίο προσεγγίζουμε την αγάπη. Θεωρούμε ότι δεν υπάρχει τίποτε δύσκολο στο να αγαπάς — το δύσκολο, λέμε, είναι να βρεις το κατάλληλο πρόσωπο. Έτσι, η εστίαση μετατίθεται στο «αντικείμενο της αγάπης» κι όχι στην ίδια την ικανότητα να αγαπάς. Ο έρωτας γίνεται μια «αγορά» επιθυμητών χαρακτηριστικών, μια αμοιβαία συναλλαγή συμβατών προσδοκιών.
Ακόμη μια παρανόηση είναι η σύγχυση ανάμεσα στην εμπειρία του ερωτεύεσθαι και στην πράξη του να αγαπάς. Το ερωτικό αίσθημα, από τη φύση του, είναι εκρηκτικό, στιγμιαίο, ριζωμένο στο θαύμα του αγνώστου. Αλλά η αυθεντική αγάπη αρχίζει μετά την πρώτη αυτή έξαρση. Είναι εκείνη η εσωτερική επιλογή να ζεις με τρόπο που σε συνδέει ουσιαστικά με τον άλλον, να γνωρίζεις βαθύτερα, να φροντίζεις χωρίς κατοχή, να χτίζεις χωρίς να εξουσιάζεις.
Παρότι η Αγάπη είναι τόσο ουσιώδης για την ανθρώπινη ζωή, αποτυγχάνει πιο συχνά απ’ ό,τι σχεδόν οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια του ανθρώπου. Κι αυτό οφείλεται στο ότι την αντιμετωπίζουμε χωρίς επίγνωση της απαιτητικότητάς της. Θέλουμε να αγαπήσουμε, αλλά χωρίς να αλλάξουμε. Θέλουμε να μας αγαπούν, αλλά όχι να φτάσουμε εμείς στο σημείο όπου η αγάπη γίνεται πράξη δοτικότητας, αυτογνωσίας και ευθύνης.
Για να μάθεις να αγαπάς δεν αρκεί να γνωρίζεις τη «θεωρία» ή να έχεις καλή πρόθεση. Χρειάζεται πειθαρχία: να αναπτύξεις την εσωτερική σου δύναμη και αντοχή. Χρειάζεται συγκέντρωση: να έχεις παρουσία και προσοχή απέναντι στον άλλον. Χρειάζεται υπομονή: να αντέχεις την ατελή πραγματικότητα. Και χρειάζεται γνώση: όχι μόνο του άλλου, αλλά του εαυτού — του φόβου, της ανάγκης, της υπερβολής, της ανασφάλειας που μας παρασύρει. Αλλά, πάνω απ’ όλα, η αγάπη χρειάζεται να γίνει ύψιστη προτεραιότητα. Δεν μαθαίνεται «στο μεταξύ».
«Η αγάπη είναι μια τέχνη, και καμία τέχνη δεν μπορεί να κατακτηθεί αν δεν είναι ζήτημα έσχατης σημασίας για εκείνον που την επιχειρεί.» Έριχ Φρόμ
Από την ανάγκη στη συνειδητότητα
Η αγάπη που πηγάζει από ανάγκη είναι ασταθής. Ζητά ασφάλεια, επιβεβαίωση, πληρότητα μέσω του άλλου. Δεν προκύπτει από αυτάρκεια, αλλά από έλλειψη — και γι’ αυτό, όσο έντονη κι αν είναι στην αρχή, φθείρεται καθώς αποκαλύπτεται το ανθρώπινο, δηλαδή το ατελές, του προσώπου που επιλέξαμε να αγαπήσουμε.
Ο μεγάλος κίνδυνος της «αγάπης» που γεννιέται από φόβο ή μοναξιά δεν είναι αληθινή συνάντηση· είναι ανάγκη να γεμίσει ένα κενό. Και όταν ο άλλος αποτύχει να το γεμίσει όπως το περιμέναμε, τον απορρίπτουμε — όχι γιατί δεν μας αγαπά, αλλά γιατί δεν κατάφερε να διαλύσει τη δική μας ανεπάρκεια.
Η αυθεντική αγάπη όμως δεν ξεκινά από την ανάγκη. Ξεκινά από την πληρότητα. Είναι η δύναμη του ανθρώπου που έχει ριζώσει μέσα του και μπορεί να σχετίζεται χωρίς να εξαρτάται, να δίνει χωρίς να υπολογίζει, να παραμένει χωρίς να εξουσιάζει. Όπως έγραφε ο Φρόμ: «Η αγάπη είναι μια δραστηριότητα, όχι ένα πάθος· είναι μια στάση που παραμένει, όχι μια στιγμή που περνά.»
Αυτό σημαίνει ότι η αγάπη είναι πράξη ελευθερίας. Δεν είναι αντίδραση, ούτε λύση. Είναι απόφαση. Κάθε φορά που αγαπάς, επιλέγεις. Όχι γιατί πρέπει. Όχι γιατί ο άλλος το αξίζει. Αλλά γιατί έχεις φτάσει σε ένα σημείο ενσυνείδητης παρουσίας, όπου η αγάπη είναι ο μόνος τρόπος να σχετίζεσαι με τον κόσμο.
Η αγάπη που γεννιέται από ανάγκη δεν μπορεί να αντέξει την ελευθερία του άλλου. Θέλει να κρατήσει, να ελέγξει, να κατοχυρώσει. Η αγάπη που πηγάζει από επίγνωση, αντίθετα, επιτρέπει, ενθαρρύνει, απελευθερώνει. Δεν φοβάται την απόσταση· ξέρει ότι η αληθινή εγγύτητα δεν επιβάλλεται — αναπτύσσεται.
Αυτό είναι, ίσως, το πιο δύσκολο πέρασμα: να μετατοπιστούμε από την αγάπη που ζητά, στην αγάπη που δίνει. από το εγωιστικό συναίσθημα, στην ελευθερία της αληθινής Αγάπης. Όχι λιγότερο ριζοσπαστικό από μια εσωτερική επανάσταση.
«Η αγάπη είναι η μόνη δύναμη ικανή να μετατρέψει έναν εχθρό σε φίλο.»
Martin Luther King Jr., Strength to Love (1963)
Η Οικουμενική Αγάπη
Η αγάπη, αν μείνει μόνο ως ένα προσωπικό συναίσθημα ή ιδανικό ρομαντικής σχέσης, κινδυνεύει να καταλήξει αυτάρεσκο όνειρο. Η αληθινή αγάπη δοκιμάζεται στον τρόπο με τον οποίο σχετιζόμαστε με το σύνολο του Κόσμου – με εκείνους που δεν επιλέξαμε, που διαφέρουν από εμάς, που ίσως δεν συμπαθούμε. Η αγάπη προς τον άνθρωπο δεν μπορεί να είναι επιλεκτική· αν είναι γνήσια, τότε αποτελεί στάση ζωής και τρόπο ύπαρξης απέναντι σε κάθε μορφή ζωής. Ακριβώς, όπως έγραφε ο Έριχ Φρομ, «η αγάπη προς έναν, αν είναι γνήσια, περιέχει μέσα της την αγάπη προς όλους». Δεν μπορείς να αγαπάς πραγματικά έναν άνθρωπο και ταυτόχρονα να περιφρονείς τον υπόλοιπο κόσμο. Η αγάπη που εξαιρεί παύει να είναι αγάπη – γίνεται προτίμηση, εξάρτηση ή ανάγκη. Η αυθεντική αγάπη διευρύνεται· δεν περιορίζεται.
Σε έναν κόσμο που πνίγεται στον εγωκεντρισμό και τη σκληρότητα, η Αγάπη εμφανίζεται σαν μια σιωπηλή επανάσταση. Όχι με την έννοια της συναισθηματικής προσκόλλησης, αλλά ως στάση ευθύνης, ενεργητικής φροντίδας, εμπράκτου αναγνώρισης του άλλου ως προσώπου. Σημαίνει να βλέπεις την ανθρώπινη αξιοπρέπεια ακόμη κι εκεί που έχει τσαλακωθεί. Σημαίνει να υπερασπίζεσαι τον άνθρωπο, ακόμα και όταν δεν σε αφορά άμεσα.
Η μετάβαση από την προσωπική αγάπη στην οικουμενική, δεν γίνεται χωρίς συνειδητή μετατόπιση. Προϋποθέτει εσωτερική επάρκεια, καλλιέργεια ενσυναίσθησης και συνεχή άσκηση στην υπέρβαση του Εγωκεντρισμού. Όπως και η ατομική, έτσι και η παγκόσμια αγάπη δεν είναι αυθόρμητη· μαθαίνεται, χτίζεται, εκφράζεται μέσα από μικρές πράξεις καθημερινής ευγένειας, προσοχής, συμμετοχής. Δεν είναι ηρωισμός· είναι ανθρώπινο ήθος. Τότε, δεν έχει ανάγκη από μεγάλα λόγια· έχει ανάγκη από παρουσία. Από τη βουβή φροντίδα, την έγκαιρη παρέμβαση, το βλέμμα που δεν αποστρέφεται. Είναι η ικανότητα να βλέπεις – όχι μόνο τον άλλον, αλλά τον πόνο του, τη μοναξιά του, την αξία του.
Αλλά η αγάπη δεν είναι μόνο ατομική αρετή· είναι και θεμελιώδης πολιτική επιλογή.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ το είχε εκφράσει με λόγια που συνέδεαν τη δύναμη της αγάπης με αυτήν της δικαιοσύνης:
«Η δύναμη χωρίς αγάπη είναι απερίσκεπτη και καταστροφική, ενώ η αγάπη χωρίς δύναμη είναι συναισθηματική και αδύναμη. Η δύναμη, στην ανώτερη εκδοχή της, είναι η αγάπη που υλοποιεί τις απαιτήσεις της δικαιοσύνης, και η δικαιοσύνη, στην ανώτερη εκδοχή της, είναι η δύναμη που διορθώνει όλα όσα εμποδίζουν την αγάπη.»
Στο συλλογικό επίπεδο, η αγάπη ως Αρχή θα μπορούσε να αλλάξει ριζικά τη δομή των θεσμών και των προτεραιοτήτων μας. Παιδεία, υγεία, δικαιοσύνη, πολιτισμός, δημοκρατία — όλα θα είχαν διαφορετική μορφή αν χτίζονταν πάνω στην ιδέα του ενδιαφέροντος, της σύνδεσης, της αμοιβαίας αναγνώρισης. Ένα σύστημα δεν γίνεται ανθρώπινο επειδή είναι λειτουργικό· γίνεται όταν ενσωματώνει στην πράξη τη βούληση να μην αφήνει κανέναν έξω.
Όπως υποστήριζε και η σπουδαία πολιτική επιστήμονας και φιλόσοφος, στοχαστής της ελευθερίας, Χάννα Άρεντ, η αγάπη —ως amor mundi— έχει τη δύναμη να οικοδομεί «κοινό κόσμο»: να συνδέει ανθρώπους που διαφορετικά θα παρέμεναν απομονωμένοι. Δεν είναι μόνο συναίσθημα, τόνιζε, αλλά αρχή πολιτικής ύπαρξης, θεμέλιο κοινότητας και δημοκρατίας. Τη διέκρινε ριζικά από τον συναισθηματισμό, γιατί «εμπεριέχει πάντα έναν κόσμο»· δεν στρέφεται απλώς προς ένα πρόσωπο, αλλά σε κάτι κοινό — δημιουργεί χώρο, δεν τον καταργεί. Δεν περιορίζεται σε ιδιωτικές σχέσεις ή συναισθηματικές δεσμεύσεις, αλλά μετασχηματίζεται σε τροχό συλλογικότητας, σε γέφυρα ανάμεσα στους ανθρώπους, σε βάση δημόσιου ήθους. Χωρίς την ικανότητα να αγαπάμε, δεν χτίζονται ούτε γέφυρες, ούτε πολιτείες.
«Μέσω της παιδείας αποφασίζουμε αν αγαπάμε αρκετά τον κόσμο ώστε να αναλάβουμε την ευθύνη γι’ αυτόν και, παράλληλα, να τον σώσουμε από τη φθορά…» Hannah Arendt
Και τώρα τι;
Σε έναν κόσμο γεμάτο ρωγμές, κοινωνική αποδιάρθρωση, τεχνητές ταυτότητες και ατομικές φυγές, η αγάπη δεν είναι απλώς ανάγκη – είναι πρόταγμα. Δεν μεταμορφώνει μόνο τις σχέσεις μας, αλλά και τις προϋποθέσεις του ανήκειν. Δεν αποτελεί άρνηση της πραγματικότητας, είναι δέσμευση στην πιο ελπιδοφόρα εκδοχή της. Και όπως κάθε δέσμευση, απαιτεί επίγνωση, θάρρος, συνέπεια.
Στην εποχή της τοξικότητας και των συγκρούσεων, του ατομισμού, της αδιαφορίας και της απελπισίας, όπου η κοινωνική ευθύνη θεωρείται βάρος, η αγάπη προς τον συνάνθρωπο μοιάζει αφελής. Κι όμως, δεν αποτελεί καταφύγιο αδυναμίας, ούτε πολυτέλεια σε έναν σκληρό κόσμο. Αυτή η «αφέλεια» είναι αληθινή δύναμη. μια δύναμη που πηγαίνει αντίθετα στο ρεύμα, συνιστώντας την πιο ριζική πράξη αντίστασης. Είναι πολιτική πράξη – όχι με την κομματική έννοια, αλλά με την βαθύτερη υπαρξιακή: αφορά τον τρόπο που στεκόμαστε απέναντι στον άλλον, απέναντι στο κοινό καλό, απέναντι στον πόνο που δεν είναι δικός μας.
«Η Αγάπη είναι η ισχυρότερη δύναμη που έχει στη διάθεσή του ο κόσμος», επισήμαινε ο Μαχάτμα Γκάντι.
Να βλέπεις τον άλλον όχι ως απειλή, αλλά ως δυνατότητα σχέσης· να στέκεσαι με ενδιαφέρον, χωρίς να προσδοκάς ανταμοιβή· να αντέχεις το βάρος της συνάντησης χωρίς να καταφεύγεις στην απόσυρση ή στον κυνισμό. Αυτή η Αγάπη δεν είναι γενικόλογη φιλανθρωπία· είναι η βαθιά επίγνωση πως η ύπαρξή μας αποκτά νόημα μόνο μέσα από τη σχέση με τον άλλον. Πως η ελευθερία δεν είναι απομόνωση, αλλά δυνατότητα συνύπαρξης. Και πως το Εγώ ολοκληρώνεται μόνο όταν πάψει να είναι το μόνο μέτρο του κόσμου.
Αν η Σοφία μάς καλεί να κατανοήσουμε τον κόσμο, η Αγάπη μάς καλεί να τον μεταμορφώσουμε. Όχι με ιδεολογικά προγράμματα ή «λύσεις εξ αποστάσεως», αλλά με παρουσία. Με αλήθεια. Με εγγύτητα. Εκεί που η απόσταση έγινε κανόνας, η αγάπη γίνεται πράξη αντίστασης. Μια εσωτερική επανάσταση – σιωπηλή, αλλά καταλυτική.
Αν, λοιπόν, η αγάπη είναι τέχνη, τότε η κοινωνία είναι ο καμβάς. Και μένει να φανεί αν μπορούμε —ως πρόσωπα, ως κοινότητες, ως πολιτισμός— να ζωγραφίσουμε πάνω του κάτι που να αξίζει να αγαπηθεί…