Τα τελευταία ευρήματα του Ευρωβαρόμετρου, του εμβληματικού οργάνου κοινής γνώμης της ΕΕ, δεν μπορούν παρά να ικανοποιήσουν πολλούς αισιόδοξους της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ΕΕ απολαμβάνει πλέον θετική εικόνα μεταξύ των μισών πολιτών της – μια αύξηση δύο μονάδων από την άνοιξη του 2024 και πέντε μονάδες υψηλότερη από ό,τι το φθινόπωρο του 2023.
Περισσότερο από ποτέ, οι Ευρωπαίοι αναγνωρίζουν την αξία της συμμετοχής στην ΕΕ: Το 74% πιστεύει ότι η χώρα τους επωφελείται από το γεγονός ότι είναι μέλος της ΕΕ – το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί από τότε που τέθηκε για πρώτη φορά αυτή η ερώτηση το 1983. Ακόμα και για την Αυστρία, τη Βουλγαρία, την Τσεχία, τη Γαλλία και την Ελλάδα, τα πιο «απαισιόδοξα» κράτη μέλη από αυτή την άποψη, ο αριθμός είναι πάνω από 60% – γεγονός που αποτελεί ακόμη ένα αρκετά υψηλό επίπεδο εκτίμησης της συμβολής της ΕΕ στην ευημερία των εθνών τους.
Το συντριπτικό 89% των Ευρωπαίων πιστεύει ότι μεγαλύτερη ενότητα είναι απαραίτητη για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων, ενώ το 66% υποστηρίζει έναν ισχυρότερο ρόλο της ΕΕ στην προστασία των πολιτών από παγκόσμιες κρίσεις και απειλές ασφαλείας. Η άμυνα και η ασφάλεια, ειδικότερα, θεωρούνται ως η κορυφαία προτεραιότητα για την ενίσχυση της θέσης της Ένωσης στην παγκόσμια σκηνή.
Εξετάζοντας τη δημογραφική κατανομή, τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι οι νεότεροι εκτιμούν ιδιαίτερα τη συμβολή της ΕΕ στις χώρες τους. Ενώ είναι κατανοητό ότι συνδέουν τη συμμετοχή στην Ένωση, κυρίως, με την ελευθερία να ταξιδεύουν και να σπουδάζουν στο εξωτερικό, καθώς και με την πρόσβαση σε ευκαιρίες που χρηματοδοτούνται από αυτήν, είναι επίσης πιο πιθανό από άλλες ηλικιακές ομάδες να πιστεύουν ότι η ΕΕ θα πρέπει να διαδραματίσει ισχυρότερο ρόλο στην προστασία των πολιτών από παγκόσμιες κρίσεις και απειλές για την ασφάλεια.
Μια κρυφή ένταση
Ενώ τα πρόσφατα ευρήματα του Ευρωβαρόμετρου είναι αναμφίβολα ενθαρρυντικά -ιδίως αυτά που αφορούν τους νεότερους Ευρωπαίους– αποκαλύπτουν επίσης μια κρυφή ένταση.
Πίσω από την αυξανόμενη θετική στάση απέναντι στην ΕΕ κρύβεται μια σαφής προσδοκία: μια δημόσια απαίτηση για βαθύτερη ενότητα εντός της Ένωσης και έναν πιο διεκδικητικό ευρωπαϊκό ρόλο στην αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων ασφαλείας. Ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, το αίτημα αυτό δεν ικανοποιείται πλήρως από την πολιτική βούληση στο επίπεδο των Ευρωπαϊκών ελίτ.
Παρά τις ρητορικές δεσμεύσεις για τη στρατηγική αυτονομία και την κοινή άμυνα – που αποτυπώνονται σε σημαντικές πρωτοβουλίες όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Άμυνας και το σχέδιο ReArm Europe – η πρόοδος, συχνά, παρεμποδίζεται από τη γραφειοκρατική αδράνεια, τους διακυβερνητικούς δισταγμούς και τις αποκλίνουσες εθνικές προτεραιότητες, αν όχι, κατά καιρούς, από απροκάλυπτο σαμποτάζ.
Το αποτέλεσμα είναι μια αυξανόμενη απόκλιση μεταξύ των ειλικρινών προσδοκιών των Ευρωπαίων πολιτών από την ΕΕ και των προσδοκιών των πολιτικών ελίτ που προτίθενται να τις υλοποιήσουν. Στο πλαίσιο της συνεχιζόμενης επιθετικότητας της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και της δραματικής διάβρωσης της εμπιστοσύνης στη μακροπρόθεσμη δέσμευση των Ηνωμένων Πολιτειών για την ευρωπαϊκή ασφάλεια, το χάσμα αυτό κινδυνεύει να μετατραπεί σε ωρολογιακή βόμβα για την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αν δεν αντιμετωπιστεί.
Καίριας σημασίας είναι το γεγονός ότι οι ανησυχίες των πολιτών για την ασφάλεια δεν συνδέονται εγγενώς με το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Είναι, σίγουρα, ενθαρρυντικό για τους υποστηρικτές της ολοένα στενότερης Ένωσης ότι τόσοι πολλοί πολίτες στρέφονται στην ΕΕ για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αναγνωριστεί ότι δεν είναι ο μόνος φορέας που διεκδικεί την ικανότητα να ανταποκριθεί σε αυτές τις προσδοκίες.
Μεγάλο μέρος του αποτελέσματος εξαρτάται από την επικοινωνία, και η διαδικασία καθοδηγείται περισσότερο από τις αντιλήψεις παρά από τα γεγονότα. Σε περιόδους αβεβαιότητας, οι άνθρωποι αναζητούν ενστικτωδώς σταθερές, αποφασιστικές απαντήσεις – απορρίπτοντας, συχνά, τις αποχρώσεις ή την πολυπλοκότητα, υπέρ της σαφήνειας και της ισχύος.
Η επιθυμία επίλυσης των προβλημάτων ασφάλειας και άμυνας αντικατοπτρίζει την ψυχολογική ανάγκη για «κλείσιμο», δηλαδή την επιθυμία για σαφή γνώση επί συγκεκριμένων θεμάτων. Όταν οι άνθρωποι αισθάνονται έντονα την ανάγκη για γρήγορες λύσεις, προσκολλώνται στην πρώτη πειστική πληροφορία που συναντούν και την αντιμετωπίζουν ως οριστική. Αυτή η πρώιμη κρίση μπορεί να παγιωθεί γρήγορα, κάνοντας τους ανθρώπους λιγότερο δεκτικούς σε μεταγενέστερη πληροφόρηση – ακόμη και αν αυτή είναι ακριβέστερη ή τεκμηριωμένη σε στοιχεία.
Αγώνας δρόμου ενάντια στο χρόνο
Ο πόλεμος της Ρωσίας και η αυξανόμενη απομάκρυνση της Ουάσινγκτον από την Ευρώπη έχουν δημιουργήσει ένα επίπεδο επείγοντος για την ασφάλεια που η ΕΕ δεν έχει αναμφισβήτητα αντιμετωπίσει ποτέ στο παρελθόν. Οι Ευρωπαίοι στρέφονται φυσικά στην ΕΕ – η ενωμένη Ευρώπη παραμένει μια εξαιρετικά ελκυστική ιδέα.
Ωστόσο, αν οι ευρωπαϊκές πολιτικές ελίτ αποτύχουν να προβάλουν και να επικοινωνήσουν τη δύναμη και την αποφασιστικότητα με τρόπους που οι πολίτες θεωρούν αξιόπιστους, πειστικούς και οριστικούς, οι τελευταίοι θα στραφούν γρήγορα σε άλλες πολιτικές προτάσεις που φαίνονται ισχυρές και προσφέρουν ισχυρές, ξεκάθαρες αφηγήσεις. Αυτές οι «εναλλακτικές λύσεις» δεν είναι μόνο άμεσα διαθέσιμες – ήδη, διαθέτουν σημαντική υποστήριξη, που συναγωνίζεται εκείνη της ίδιας της ΕΕ: ο αυταρχισμός, ο ανελεύθερος εθνικισμός και ο απομονωτισμός είναι μεταξύ αυτών.
Ανεξάρτητα από το πόσο ακατάλληλες μπορεί να είναι αυτές οι εναλλακτικές για την αντιμετώπιση των παγκόσμιων προκλήσεων της Ευρώπης, μόλις οι άνθρωποι τις υιοθετήσουν και τις αντιμετωπίσουν ως οριστικές, θα τις υπερασπιστούν – ακόμη και με κόστος τα δικά τους μακροπρόθεσμα συμφέροντα. Έτσι απλά λειτουργεί συχνά η ανθρώπινη ψυχολογία…
Τα ευρήματα του Ευρωβαρόμετρου δείχνουν ότι η ΕΕ εξακολουθεί να απολαμβάνει ένα ισχυρό απόθεμα εμπιστοσύνης του κοινού. Ωστόσο, θα ήταν μοιραίο λάθος να πιστέψουμε ότι η εμπιστοσύνη αυτή είναι ανεξάντλητη. Καθώς, ένας αυξανόμενος αριθμός νέων Ευρωπαίων κλίνει προς τα ακροδεξιά κόμματα – πολλά από τα οποία ευθυγραμμίζονται με ξένες αντιευρωπαϊκές δυνάμεις – αναδύονται εύλογες ανησυχίες για το κατά πόσον μπορεί να είναι, ήδη, πολύ αργά προκειμένου να διεκδικήσουν οι φιλελεύθερες δυνάμεις την ψήφο των νέων.
Στο πλαίσιο των σημερινών γεωπολιτικών ανακατατάξεων, η ενωμένη Ευρώπη φαίνεται να έχει αναλάβει, έστω και χωρίς τη θέλησή της, τη σκυτάλη της ηγεσίας στον ελεύθερο δημοκρατικό κόσμο, χωρίς κανένα άλλο έθνος να είναι επί του παρόντος τόσο οικονομικά όσο και πολιτικά κατάλληλο να την παραλάβει. Αλλά, για να ηγηθεί αξιόπιστα, η ΕΕ πρέπει να ξεπεράσει την «προσεκτική» ρητορική του παρελθόντος και να υιοθετήσει αποφασιστική δράση και στρατηγική αυτοπεποίθηση που θα έχει απήχηση -και, ελπίζουμε, θα ξεπεράσει ακόμη και τις προσδοκίες- των πολιτών της. Σε αντίθετη περίπτωση, ο πυρσός που κρατάει, τώρα, η Ευρώπη κινδυνεύει να σβήσει…