author-image-217 Αριστομένης Βαρουδάκης

Δίκτυο Ειδικών

Χωρίς κατηγορία

Χωρίς κατηγορία

Ο Φράνκλιν Ρούσβελτ, στην ομιλία του κατά την ανάληψη της δεύτερης θητείας του στο Λευκό Οίκο, στις 20 Ιανουαρίου 1937, είχε τονίσει: «Το πρόκριμα της προόδου μας δεν είναι αν αυξάνουμε περισσότερο την αφθονία εκείνων που έχουν πολλά, είναι αν παρέχουμε αρκετά για όσους έχουν πολύ λίγα». Η πρόκληση της άμβλυνσης των ανισοτήτων έμπαινε ψηλά στην πολιτική ατζέντα καθώς η Αμερική έβγαινε από τη μεγάλη ύφεση του 1930-33.

Η ίδια πρόκληση ισχύει και σήμερα καθώς η παγκόσμια οικονομία προβλέπεται ότι θα μπει σε τροχιά ανάκαμψης από την πανδημία που έπληξε ιδιαίτερα τα φτωχότερα τμήματα του πληθυσμού. Οι οικονομικά ασθενέστεροι δεν έχουν, συνήθως, τη δυνατότητα τηλεργασίας, καθώς απασχολούνται, συχνά, σε κλάδους που δεν επιτρέπουν επαρκή αποστασιοποίηση και αυτοπροστασία.

Η έκθεση στην πανδημία είναι μεγαλύτερη, όπως και οι απώλειες εισοδήματος, λόγω ασθένειας ή περιορισμού των οικονομικών δραστηριοτήτων. Η πανδημία προκάλεσε ύφεση αλλά λειτούργησε ταυτόχρονα σαν ένας επιταχυντής ανισοτήτων.

Εξετάζουμε συνολικότερα το θέμα των οικονομικών ανισοτήτων και τις προκλήσεις για την άμβλυνσή τους. Οι δυο καθοριστικοί παράγοντες θα ήταν οι οικονομικές ανισότητες μεταξύ των χωρών και οι ανισότητες στο εσωτερικό των χωρών. Παρατηρούμε, καταρχήν, τους δυο αυτούς παράγοντες, διαδοχικά, καθώς και τη διαχρονική τους εξέλιξη.
Όμως, οι εισοδηματικές ανισότητες, όπως και οι περιουσιακές ανισότητες που τις συνοδεύουν, είναι, κατά κάποιον τρόπο, η ορατή κορυφή του παγόβουνου, αποτέλεσμα βαθύτερων διεργασιών. Αυτές αφορούν την ανισότητα των ευκαιριών (inequality of opportunity) και τη συνεπακόλουθη περιορισμένη κοινωνική κινητικότητα (social mobility). Διαπιστώνουμε, έτσι, στη συνέχεια, την ανισότητα των ευκαιριών και την αμφίδρομη σχέση τους με τις εισοδηματικές ανισότητες. Καταλήγουμε με μια επισκόπηση των δράσεων που συμβάλλουν στην άμβλυνση των ανισοτήτων.

Μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των οικονομιών

Οι ανισότητες μεταξύ των προηγμένων και των αναπτυσσόμενων χωρών παραμένουν ευρείες. Αντικατοπτρίζονται στο κατά κεφαλήν εισόδημα, μα και σε άλλους δείκτες κοινωνικής ανάπτυξης, όπως η υγεία και το μορφωτικό επίπεδο. Το 2019, το κατά κεφαλήν εισόδημα (σε όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης), στις αναπτυσσόμενες χώρες της Ανατολικής Ασίας, ήταν 4,2 φορές χαμηλότερο από ότι στην Βόρειο Αμερική. Όμως, το 1990, ήταν 18 φορές χαμηλότερο! Με την ταχύρρυθμη ανάπτυξη των «ασιατικών τίγρεων», η Ανατολική Ασία κατάφερε να επιτύχει σχετική σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου με τις προηγμένες οικονομίες. Το ίδιο πέτυχε η Νότια Ασία, αν και σε μικρότερο βαθμό, με κατά κεφαλήν εισόδημα 10 φορές χαμηλότερο από της Βόρειας Αμερικής το 2019, έναντι 21 φορές χαμηλότερο, το 1990.

Αντίθετα, η υποσαχάρια Αφρική έχασε έδαφος. Το κατά κεφαλή εισόδημα είναι 16 φορές χαμηλότερο από ότι στην Βόρεια Αμερική ενώ ήταν 14 φορές χαμηλότερο το 1990. Η Λατινική Αμερική παρέμεινε συγκριτικά στάσιμη, με το κατά κεφαλή εισόδημα σταθερά 3,7 φορές χαμηλότερο από ότι στη Βόρεια Αμερική.

Η παγκοσμιοποίηση δημιούργησε ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την μεγέθυνση των αναπτυσσόμενων οικονομιών και την μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των χωρών. Η ευκολότερη πρόσβαση στις αγορές των προηγμένων οικονομιών τους επέτρεψε να εκμεταλλευτούν το άφθονο φτηνό εργατικό δυναμικό τους μέσω των εξαγωγών μεταποιητικών προϊόντων και της συμμετοχής τους στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας.

Όμως, όπως καταδεικνύουν η Λατινική Αμερική και η υποσαχάρια Αφρική, η σύγκλιση δεν είναι αυτόματη παρά τις ευκαιρίες που προσφέρει η παγκοσμιοποίηση. Συγκριτικές μελέτες χωρών που κατάφεραν να διατηρήσουν ταχύρρυθμη ανάπτυξη μακροχρόνια, δείχνουν ότι αυτή εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από τις οικονομικές πολιτικές οι οποίες ακολουθούνται και από την ποιότητα της διακυβέρνησης και του επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Οι χώρες αυτές διέθεταν, ως επί το πλείστον, μακροοικονομική σταθερότητα, υψηλά ποσοστά αποταμίευσης για επαρκή σχηματισμό κεφαλαίου, υψηλές επενδύσεις στις υποδομές, την εκπαίδευση και την υγεία, εύκαμπτες αγορές που υποβοηθούν την αναδιάρθρωση της οικονομίας από τη γεωργία στη βιομηχανία.

Πιο κοντά σε μας, η εμπειρία της κρίσης χρέους της ευρωζώνης απέδειξε ότι η διατηρήσιμη σύγκλιση προϋποθέτει ενίσχυση της πλευράς της προσφοράς της οικονομίας με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις που αυξάνουν την παραγωγικότητα. Η ενίσχυση της ζήτησης με υπερδανεισμό, είτε του δημοσίου είτε των τραπεζών, φέρνει ανάπτυξη που δεν είναι διατηρήσιμη, καθώς οδηγεί -συνήθως- σε κρίση χρέους. Το παράδειγμα της Ελλάδας είναι χαρακτηριστικό, καθώς, το κατά κεφαλήν εισόδημα (σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης) είχε συγκλίνει στο 86% του μέσου όρου της ευρωζώνης το 2008, από 77% το 2000, για να υποχωρήσει στο 62% το 2019.

Όξυνση των ανισοτήτων στο εσωτερικό των χωρών

Οι ανισότητες στο εσωτερικό μιας χώρας μετρώνται συνήθως με το λεγόμενο συντελεστή Gini, που, χονδρικά, υπολογίζεται συγκρίνοντας το συνολικό εισόδημα το οποίο αντιστοιχεί σε σωρευτικές αναλογίες του πληθυσμού. Το μέτρο κυμαίνεται από 0, όταν υπάρχει πλήρης ισοκατανομή του εισοδήματος, έως 1, όταν ένα άτομο οικειοποιείται, θεωρητικά, όλο το εισόδημα της χώρας. Οι εισοδηματικές ανισότητες έχουν σημαντικό εύρος διεθνώς. Στις χώρες μέλη του Ο.Ο.Σ.Α, οι ανισότητες είναι μεγαλύτερες στη Λατινική Αμερική (Κόστα Ρίκα, Χιλή, Μεξικό) όπου ο συντελεστής Gini ξεπερνά το 0,45. Είναι πολύ χαμηλότερες στις σκανδιναβικές χώρες, αλλά και σε ορισμένες χώρες της κεντρικής Ευρώπης (Σλοβακία, Τσεχία, Σλοβενία), όπου ο συντελεστής είναι περίπου 0,25.

Η Ελλάδα βρίσκεται περίπου στη μέση των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α, με δείκτη 0,306 το 2018. Η ανισότητες διευρύνθηκαν κατά την κρίση χρέους, αφού, ο συντελεστής Gini αυξήθηκε το 2015 στο 0,34, έναντι 0,328 το 2008, αλλά, μειώθηκαν σταδιακά με την οικονομική ανάκαμψη που ακολούθησε. Οι δείκτες αυτοί αφορούν τις εισοδηματικές ανισότητες, μετά την αναδιανομή που διενεργείται από το κράτος μέσω των φόρων και των κοινωνικών μεταβιβάσεων. Η αναδιανομή είναι συνήθως σημαντική. Στην Ελλάδα, για παράδειγμα, η ανισότητα της πρωτογενούς κατανομής του εισοδήματος, προ φόρων και μεταβιβάσεων, όπως μετράται από τον συντελεστή Gini, ήταν 0,517 το 2018, κοντά στο ανώτερο όριο των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α. Η αναδιανομή των εισοδημάτων μειώνει, άρα, την ανισότητα κατά περίπου 40%.

Στη δεκαετία του 1950, ο Simon Kuznets, βραβευμένος με Νόμπελ οικονομικών το 1971, διερεύνησε την εξέλιξη των ανισοτήτων, σε συνάρτηση με την οικονομική ανάπτυξη. Παρατήρησε ότι οι ανισότητες έχουν αυξητική τάση στα αρχικά στάδια της οικονομικής ανάπτυξης, όμως στη συνέχεια υποχωρούν. Το φαινόμενο οφείλεται στον διαρθρωτικό μετασχηματισμό των οικονομιών καθώς αναπτύσσονται. Επεκτείνονται, αρχικά, οι σύγχρονοι τομείς (βιομηχανία και υπηρεσίες), που προσφέρουν υψηλότερους μισθούς από τον παραδοσιακό τομέα (γεωργία) στον οποίο συγκεντρώνεται ο πληθυσμός. Αυτό οδηγεί σε μια αύξηση των εισοδηματικών ανισοτήτων. Καθώς η οικονομία αναπτύσσεται, τα εισοδήματα αυξάνονται και στους παραδοσιακούς τομείς, έτσι ώστε οι εισοδηματικές ανισότητες μειώνονται προοδευτικά. Με βάση τη λογική αυτή, οι θεσμοί της Διεθνούς Οικονομικής Διακυβέρνησης (Παγκόσμια Τράπεζα, ΔΝΤ) δεν εστίαζαν αρχικά την προσοχή τους στις ανισότητες, δεδομένου ότι  αυτές μπορούσαν να θεωρηθούν παροδικές.

Νεότερες μελέτες, ιδιαίτερα του Γάλλου οικονομολόγου Thomas Piketty, απέδειξαν ότι η σχέση που μελέτησε ο Kuznets δεν είναι απολύτως ακριβής. Οι εισοδηματικές ανισότητες ήταν υψηλές μέχρι και την κρίση του 1930, ενώ μειώθηκαν στη συνέχεια έως και τη δεκαετία του 1970. Αυτό αποδίδεται από τον Piketty στην καταστροφή κεφαλαίου, λόγω της ύφεσης του ’30 και του πολέμου, παρά στην οικονομική ανάπτυξη. Η εδραίωση της παγκοσμιοποίησης από τη δεκαετία του 1980 άλλαξε περαιτέρω τα δεδομένα. Ενώ η σχέση του Kuznets συνεπάγεται μείωση των ανισοτήτων όταν αυξάνεται το εισόδημα, παρατηρείται μια αύξηση των ανισοτήτων, ιδίως στις προηγμένες οικονομίες. Οι ΗΠΑ είναι το πιο αξιοσημείωτο παράδειγμα. Το μερίδιο του εθνικού εισοδήματος του πλουσιότερου 10% υπερέβη το 47% το 2016, σε σύγκριση με 34% το 1980. Αντίθετα, το μερίδιο του φτωχότερου 50% μειώθηκε από 21% σε 13%. Οι υπόλοιπες προηγμένες οικονομίες γνώρισαν παρόμοιες τάσεις, αν και λιγότερο έντονες από αυτές των ΗΠΑ.

Η παγκοσμιοποίηση, η τεχνική πρόοδος σε όφελος της ειδικευμένης εργασίας και η υπερμεγέθυνση των χρηματοπιστωτικών συστημάτων φαίνεται να ευνόησαν την όξυνση των ανισοτήτων στις προηγμένες οικονομίες.

Η παγκοσμιοποίηση ισοδυναμεί με την έμμεση είσοδο στην διεθνή αγορά εργασίας, μέσω του εμπορίου μεταποιητικών προϊόντων, περίπου 1 δισ. εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση από τις χώρες της Ανατολικής Ασίας, την Ινδία και χώρες του πρώην Σοβιετικού μπλοκ. Η πτώση των τιμών των μεταποιητικών προϊόντων, που προέκυψε από τις αυξανόμενες εξαγωγές των αναδυόμενων οικονομιών, είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση, σε σχέση με τον μέσο όρο, των αμοιβών των εργαζομένων με χαμηλή ειδίκευση στις προηγμένες οικονομίες. Δόθηκε επίσης ώθηση στις παγκόσμιες αλυσίδες αξίας που επιτρέπουν στις επιχειρήσεις να ελαχιστοποιούν το κόστος μέσω της μεταφοράς σταδίων παραγωγής από τις προηγμένες οικονομίες υψηλού μισθολογικού κόστους στις αναδυόμενες οικονομίες με άφθονο και χαμηλού κόστους εργατικό δυναμικό. Μια παράπλευρη συνέπεια ήταν η αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής ισχύος των συνδικάτων που οδήγησε συχνά σε αυξήσεις των αποδοχών κατώτερες των αυξήσεων της παραγωγικότητας.

Πάντως η μαζική είσοδος φτηνού εργατικού δυναμικού στην παγκόσμια αγορά εργασίας αρχίζει σταδιακά να υποχωρεί λόγω της αύξησης των εισοδημάτων στις αναδυόμενες οικονομίες και της γήρανσης του πληθυσμού. Στην Κίνα ο εργάσιμος πληθυσμός (25-64) προβλέπεται ότι θα μειωθεί κατά 26 εκατομμύρια μέχρι το 2030 και κατά 142 εκατομμύρια μέχρι το 2050. Θα αποδυναμωθεί κατά συνέπεια βαθμιαία ο μοχλός συμπίεσης του εργασιακού κόστους μέσω της προσφοράς φθηνής εργασίας στην διεθνή αγορά. Αναμένεται έτσι ότι μελλοντικά η τάση όξυνσης των ανισοτήτων που επέφερε η παγκοσμιοποίηση θα αναστραφεί.

Η τεχνική πρόοδος σε όφελος της ειδικευμένης εργασίας συνδέεται κυρίως με την ανάπτυξη των τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας που έχουν αλλάξει ριζικά την οργάνωση της παραγωγής. Η διάδοση αυτών των τεχνολογιών ευνοήθηκε επίσης από την παγκοσμιοποίηση. Αυξάνοντας τη ζήτηση για ειδικευμένους εργαζόμενους, αυτός ο τύπος τεχνικής προόδου οδήγησε σε αύξηση των μισθών τους, συμβάλλοντας έτσι στην αύξηση των ανισοτήτων…

Η χρηματοπιστωτική ανάπτυξη φαίνεται να επιδρά στις ανισότητες αντίστροφα από τη σχέση που μελέτησε ο Kuznets. Σύμφωνα με μελέτη του Δ.Ν.Τ.,  η ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα ευνοεί, στα αρχικά της στάδια, την ένταξη φτωχότερων στρωμάτων του πληθυσμού (financial inclusion), δημιουργώντας οικονομικές ευκαιρίες και μειώνοντας τις ανισότητες. Η υπέρμετρη, όμως, χρηματοπιστωτική ανάπτυξη από ένα όριο και μετά ευνοεί τα πιο εύρωστα οικονομικά στρώματα που βρίσκουν πρόσβαση σε ευρύτερες επενδυτικές ευκαιρίες και προσόδους, επιτείνοντας τις ανισότητες. Το όριο αυτό εκτιμάται ότι έχει ξεπεραστεί στις προηγμένες οικονομίες, αυξάνοντας όχι μόνο τις ανισότητες αλλά οδηγώντας και σε κρίσεις όπως αυτή του 2008-09. Η άφθονη ρευστότητα που δημιουργούν οι αντισυμβατικές πολιτικές που εφαρμόζουν οι κεντρικές τράπεζες θεωρείται επίσης ως μοχλός όξυνσης των ανισοτήτων του εισοδήματος και του πλούτου λόγω του «ντοπαρίσματος» των χρηματοπιστωτικών αγορών και των αγορών ακινήτων.

Στις αναπτυσσόμενες χώρες, ιδιαίτερα στις πολυπληθέστερες (Κίνα, Ινδία), αλλά και στις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ που πέρασαν στην οικονομία της αγοράς, οι ανισότητες αυξήθηκαν, σύμφωνα με την σχέση του Kuznets.

Με βάση στοιχεία από το 1990 ως το 2016 για 119 χώρες, ο ΟΗΕ εκτιμά ότι σε 49 χώρες που αντιπροσωπεύουν 71% του παγκόσμιου πληθυσμού οι εισοδηματικές ανισότητες αυξήθηκαν. Σε 58 χώρες, που αντιπροσωπεύουν 21% του πληθυσμού, οι ανισότητες μειώθηκαν, ενώ, στις υπόλοιπες δεν υπήρξε καθαρή τάση.

Όταν η ανάπτυξη συνοδεύεται από άμβλυνση των ανισοτήτων πρόκειται για «ανάπτυξη χωρίς αποκλεισμούς» (inclusive growth). Μια απλή προσέγγιση για την μέτρησή της υιοθέτησε η Παγκόσμια Τράπεζα, το 2013. Πρόκειται για την ετήσια αύξηση του εισοδήματος του φτωχότερου 40% του πληθυσμού, σε σύγκριση με την μέση αύξηση του εισοδήματος, που η ΠΤ αποκαλεί «συμμετοχή στην ευημερία» (shared prosperity). Ανάλογα με το αν το εισόδημα του φτωχότερου 40% αυξάνεται, ταχύτερα η βραδύτερα, από το μέσο εισόδημα της οικονομίας, η ανάπτυξη αμβλύνει τις ανισότητες ή τις οξύνει.

Ο ρόλος-κλειδί της ανισότητας των ευκαιριών

Η δημόσια συζήτηση εστιάζεται συνήθως στην άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων που συνοπτικά εξετάσαμε. Οι εισοδηματικές ανισότητες (προ αναδιανομής) είναι όμως το αποτέλεσμα διεργασιών που αφορούν δυο κατηγορίες παραγόντων: (α) τους υποκειμενικούς παράγοντες που είναι λίγο-πολύ υπό ατομικό έλεγχο, (β) τις συνθήκες που βρίσκονται εκτός ατομικού ελέγχου και καθορίζουν τις ευκαιρίες οι οποίες δίδονται στον καθένα.

Οι υποκειμενικοί παράγοντες αφορούν κατά βάση το έμφυτο ταλέντο και τις επιλογές του καθενός σε σχέση με την προσπάθεια στην εργασία, την μάθηση, ή, ακόμα, για την συντήρηση της φυσικής του υγείας. Οι συνθήκες εκτός ατομικού ελέγχου αφορούν κυρίως την οικογένεια, κοινωνική ομάδα, φυλή, περιοχή προέλευσης και φύλο. Συχνά οι συνθήκες αυτές -όπως και η δυνατότητα πρόσβασης σε ποιοτική εκπαίδευση, υποδομές, υγειονομικές υπηρεσίες, ποιοτική κατοικία- δημιουργούν ανισότητες ευκαιριών που προσδιορίζουν ένα σημαντικό μέρος των εισοδηματικών ανισοτήτων.

Η διάκριση μεταξύ των εισοδηματικών ανισοτήτων που αποδίδονται σε ελεγχόμενες επιλογές (1η κατηγορία) και σε ανισότητες ευκαιριών εκτός ατομικού ελέγχου (2η κατηγορία), συγκεντρώνει όλο και μεγαλύτερη προσοχή στη δημόσια συζήτηση. Είναι μια γενικότερη απόρροια της συνεισφοράς του John Rawls στην πολιτική φιλοσοφία, μετά την δημοσίευση του κλασικού έργου του «A Theory of Justice» το 1971.

Η Παγκόσμια Τράπεζα μελέτησε, το 2006, τις ανισότητες ευκαιριών σαν τροχοπέδη για την  ανάπτυξη και δημιούργησε δείκτες για την μέτρηση τους, ιδιαίτερα στην Λατινική Αμερική, όπου είναι εξαιρετικά έντονες. Η Ευρωπαϊκή Τράπεζα για την Ανασυγκρότηση και την Ανάπτυξη (EBRD) μελέτησε τους παράγοντες που δημιουργούν άνισες ευκαιρίες και την επίδραση τους στις εισοδηματικές ανισότητες. Ο Ο.Ο.Σ.Α ανέλυσε, πρόσφατα, τις ανισότητες ευκαιριών όπως αντανακλώνται στην κοινωνική κινητικότητα που αναλύεται συνήθως συγκρίνοντας το εισόδημα των παιδιών και των γονέων. Πρόσφατα, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ δημιούργησε πιο συνολικούς δείκτες κοινωνικής κινητικότητας, που καλύπτουν την πρόσβαση στην υγεία, την παιδεία, την κοινωνική προστασία, την τεχνολογία, αλλά και την παρουσία κοινωνικών αποκλεισμών.

Σύμφωνα με τα ευρήματα της EBRD, στις χώρες που καλύπτει, οι ανισότητες ευκαιριών απορρέουν κατά 50% από το μορφωτικό υπόβαθρο των γονέων: παιδιά γονέων χαμηλότερου μορφωτικού επιπέδου τείνουν, κατά μέσο όρο, να έχουν χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης και δεξιοτήτων και, άρα, χαμηλότερο εισόδημα. Ο δεύτερος σημαντικότερος παράγοντας (25%) είναι το φύλο, φέρνοντας τον γυναικείο πληθυσμό σε μειονεκτική θέση. Η προέλευση από αγροτικές περιοχές φέρεται ως τρίτος, κατά σειρά, παράγοντας ανισοτήτων ευκαιριών. Οι ανισότητες των ευκαιριών εκτιμάται ότι συνεισφέρουν σημαντικά στις εισοδηματικές ανισότητες σε ορισμένες χώρες -έως και 40% στην Ιταλία και την Τσεχία και 33% στην Τουρκία.

Όσον αφορά την κοινωνική κινητικότητα, αν τα παιδιά οικογενειών χαμηλού εισοδήματος είχαν μια σημαντική πιθανότητα υψηλής εισοδηματικής ανέλιξης στη σταδιοδρομία τους, αυτό θα ήταν ένδειξη ισότητας ευκαιριών. Οι εισοδηματικές ανισότητες θα ήταν στην περίπτωση αυτή λιγότερο ανησυχητικές. Μελέτες απέδειξαν όμως ότι οι εισοδηματικές ανισότητες διατηρούνται σε σημαντικό βαθμό από τη μια γενιά στην επόμενη περιορίζοντας την κοινωνική κινητικότητα.

Στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α., κατά μέσο όρο, η ελαστικότητα του εισοδήματος των παιδιών σε σχέση με αυτό των γονέων εκτιμάται σε 0,4. Αυτό σημαίνει ότι αν οι γονείς έχουν εισόδημα 50% πάνω από το μέσο όρο, τα παιδιά τους είναι πιθανό να έχουν εισόδημα 20% πάνω από τον μέσο όρο. Μηδενική συσχέτιση θα σήμαινε απόλυτη ισότητα ευκαιριών, ενώ, μοναδιαία ελαστικότητα θα σηματοδοτούσε πλήρη ανισότητα ευκαιριών και έλλειψη κοινωνικής κινητικότητας. Στις σκανδιναβικές χώρες η συσχέτιση είναι χαμηλή, της τάξεως του 0,15-0,2, ενώ, αντίθετα, στις λατινοαμερικανικές χώρες φθάνει το 0,7 αντικατοπτρίζοντας την έντονη ανισότητα των ευκαιριών…

Στην Ελλάδα η συσχέτιση είναι της τάξεως του 0,3, όπως περίπου στην Ισπανία, υποδεικνύοντας εντονότερη κοινωνική κινητικότητα σε σχέση με μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία. Στην κατάταξη όμως του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ, που συμπεριλαμβάνει περισσότερους παράγοντες κοινωνικής κινητικότητας, η Ελλάδα βρίσκεται στην 48η θέση, μεταξύ 82 χωρών, που είναι η χαμηλότερη ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ.

Πως αντιμετωπίζεται η πρόκληση της άμβλυνσης των ανισοτήτων ;

Οι σύγχρονες αναλύσεις επικεντρώνονται στην άμβλυνση των ανισοτήτων των ευκαιριών, καθώς αυτές έρχονται σε αντίφαση με τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, ενώ, ταυτόχρονα, ενδέχεται να περιορίζουν την ανάπτυξη. Εστιάζονται σχετικά λιγότερο στις εισοδηματικές ανισότητες, αφού, αυτές αντανακλούν -εν μέρει- ατομικούς παράγοντες ταλέντου, προσπάθειας, αλλά, συχνά και τύχης (με επιτυχημένη ανάληψη κινδύνου), που προωθούν την ανάπτυξη.

Επιπλέον, οι ανισότητες των ευκαιριών βρίσκονται στην ρίζα των εισοδηματικών ανισοτήτων. Παιδιά φτωχών οικογενειών έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να ζουν σε υποβαθμισμένες περιοχές, όπου τα σχολεία δεν παρέχουν ίδια ποιοτικά πρότυπα με αυτά πλουσιότερων περιοχών, δημιουργώντας έτσι έλλειμμα δεξιοτήτων. Η εδραίωση ίσων ευκαιριών είναι συνεπώς το κλειδί για την άμβλυνση των εισοδηματικών ανισοτήτων.

Αυτό, πάντως, δεν σημαίνει ότι οι εισοδηματικές ανισότητες είναι άνευ σημασίας, καθώς, έχει αποδειχθεί ότι η σχέση τους με τις ανισότητες των ευκαιριών είναι αμφίδρομη. Ο Alan Krueger, που είχε διατελέσει πρόεδρος του συμβουλίου οικονομικών εμπειρογνωμόνων του Barak Obama, ονόμασε την σχέση μεταξύ ανισοτήτων ευκαιριών και εισοδήματος «καμπύλη του Μεγάλου Γκάτσμπυ» (Great Gatsby Curve). Πρόκειται για μεταφορική αναφορά στο ομώνυμο μυθιστόρημα του F. Scott Fitzgerald, το οποίο δημοσιεύτηκε στα μέσα της «αχαλίνωτης δεκαετίας του 1920» (the roaring 20s). Αντικατόπτριζε την απογοήτευση του συγγραφέα ως προς το Αμερικανικό Όνειρο της προσωπικής ανέλιξης σε συνθήκες ελευθερίας, ανεξαρτήτως καταγωγής, μόρφωσης, η κοινωνικής τάξης.

Η σχέση, με βάση στοιχεία του Ο.Ο.Σ.Α, δείχνει ότι η ελαστικότητα του εισοδήματος των παιδιών σε σχέση με το εισόδημα των γονέων -που όπως είδαμε αντανακλά τις ανισότητες των ευκαιριών και την κοινωνική κινητικότητα- είναι συνάρτηση των υφιστάμενων εισοδηματικών ανισοτήτων. Σε χώρες με ευρείες εισοδηματικές ανισότητες, όπως η Βραζιλία, η Κολομβία και η Νότιος Αφρική, το εισόδημα των παιδιών εξαρτάται στενά από αυτό των γονέων, που σημαίνει ότι ο «κοινωνικός ανελκυστήρας» είναι, ουσιαστικά, μπλοκαρισμένος. Το αντίθετο, ακριβώς, συμβαίνει στις σκανδιναβικές χώρες, όπου οι εισοδηματικές ανισότητες είναι σχετικά περιορισμένες.

Οι εισοδηματικές ανισότητες επιτείνουν την ανισότητα των ευκαιριών λόγω του ότι οι εύποροι γονείς κληροδοτούν μεγαλύτερες περιουσίες στους απογόνους τους, που διευρύνουν τις εισοδηματικές τους δυνατότητες. Αλλά, επίσης, σε πιο άνισες εισοδηματικά κοινωνίες υπάρχει μεγαλύτερη ανισότητα στις δυνατότητες επένδυσης των γονέων στο ανθρώπινο κεφάλαιο των παιδιών τους. Οι ανισότητες στη εκπαίδευση, ιδιαίτερα στα ποιοτικά χαρακτηριστικά της, μπλοκάρουν με τη σειρά τους την κοινωνική κινητικότητα.

Υπάρχει, συνεπώς, ένας φαύλος κύκλος, όπου οι εισοδηματικές ανισότητες επιτείνουν τις ανισότητες των ευκαιριών, που με την σειρά τους οξύνουν τις εισοδηματικές ανισότητες, καταλήγοντας σε μια «παγίδα ανισότητας». Η παγίδα μπορεί να γίνει βαθύτερη στο βαθμό που η ανισότητα των ευκαιριών δρα και σαν τροχοπέδη στην ανάπτυξη, συντηρώντας έτσι την φτώχεια και επιτείνοντας την ανισότητα των ευκαιριών.

Αυτό είναι πιθανό να συμβαίνει στον βαθμό που ταλαντούχα άτομα αντιμετωπίζουν περιορισμούς στην απόκτηση ευρύτερων δεξιοτήτων μέσω της εκπαίδευσης. Ενδέχεται επίσης να αντιμετωπίζουν έλλειψη χρηματοδοτικών πόρων για επιχειρηματική δραστηριότητα, αν δεν έχουν τα απαραίτητα εχέγγυα για επαρκή δανεισμό. Πρόσφατες μελέτες επιβεβαιώνουν ότι οι ανισότητες ευκαιριών μειώνουν μακροπρόθεσμα την ανάπτυξη, καθώς περιορίζουν τη συσσώρευση δεξιοτήτων στην οικονομία. Οι ανισότητες ενδέχεται, ακόμη, να φρενάρουν την ανάπτυξη όταν οδηγούν σε κοινωνική ένταση, που διαβρώνει το επιχειρηματικό περιβάλλον, ή σε άνοδο του λαϊκισμού, που καταλήγει σε προστατευτισμό και οικονομικές στρεβλώσεις.

Στοχευμένες πολιτικές, που αμβλύνουν τις ανισότητες των ευκαιριών αποτελούν αποδοτικό μέσο για την μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων καθώς οδηγούν σε έναν ενάρετο κύκλο που αποσοβεί τον κίνδυνο των παγίδων ανισότητας. Ο Ο.Ο.Σ.Α εστιάζει την προσοχή ιδιαίτερα στην εκπαίδευση που αποτελεί τον ισχυρότερο μοχλό κοινωνικής κινητικότητας.
Προτείνει, μεταξύ άλλων, δράσεις προώθησης της προσχολικής εκπαίδευσης, για τη συγκριτικά μεγαλύτερη στήριξη των σχολείων σε υποβαθμισμένες περιοχές και εκεί όπου οι μαθητές υστερούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα παιδιά οικογενειών με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο παρουσιάζουν χαμηλότερες επιδόσεις στα τεστ μαθηματικών των ερευνών PISAΤο Διεθνές Πρόγραμμα για την Αξιολόγηση των Μαθητών (Programme for International Student Assessment) του ΟΟΣΑ είναι μια διεθνής έρευνα, που διεξάγεται στον χώρο της εκπαίδευσης ανά τακτά χρονικά διαστήματα από το 2000 μέχρι σήμερα. Είναι αποτέλεσμα συνεργασίας των χωρών μελών του ΟΟΣΑ και της Διεύθυνσης Εκπαίδευσης του ΟΟΣΑ. που διεξάγει περιοδικά ο οργανισμός.

Συμπέρασμα

Συνοψίζοντας, αν και η αναδιανομή μέσω των φόρων και των κοινωνικών μεταβιβάσεων είναι ο καθιερωμένος μηχανισμός άμβλυνσης των εισοδηματικών ανισοτήτων, δεν αντιμετωπίζεται ο «σκληρός πυρήνας» του προβλήματος που είναι η ανισότητα των ευκαιριών.
Στην Ελλάδα, όπως σημειώσαμε, η ανισότητα της πρωτογενούς κατανομής του εισοδήματος βρίσκεται στο ανώτερο όριο των χωρών του Ο.Ο.Σ.Α., αλλά μειώνεται σημαντικά με την αναδιανομή, συγκλίνοντας περίπου στο μέσο όρο. Ευρύτερη χρήση του αναδιανεμητικού συστήματος για την περαιτέρω μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων ενδέχεται να είναι αναποτελεσματική. H προοδευτικότερη φορολογία ίσως να δημιουργούσε αναπτυξιακά αντικίνητρα, περιορίζοντας την επένδυση και την προσφορά εξειδικευμένης εργασίας. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με τις κοινωνικές μεταβιβάσεις, αν δεν είναι σωστά στοχευμένες.

Το ζητούμενο για την περαιτέρω μείωση των εισοδηματικών ανισοτήτων είναι ο περιορισμός της ανισότητας των ευκαιριών που συνδέεται με το κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο, τις τοπικές ανισότητες και την πρόσβαση σε ποιοτικά υψηλή εκπαίδευση. Η μεγαλύτερη ίσως πρόκληση αφορά την μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος ώστε μέσω της κατάρτισης κάθε παιδί, ανεξαρτήτως υποβάθρου, να έχει την ευκαιρία να ανελιχθεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Ταυτόχρονα, κάθε ενήλικας που έχει μείνει σχετικά πίσω πρέπει να έχει την ευκαιρία να καλύψει την διαφορά.

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 20

Φεβρουάριος 2021

Μετάβαση στο περιεχόμενο