Σε μια εποχή βαθιάς αβεβαιότητας, όπου οι γεωπολιτικές εντάσεις και οι οικονομικές ανακατατάξεις μετασχηματίζουν το διεθνές τοπίο, η Ελλάδα καλείται να επανατοποθετηθεί. Η σταθερότητα δεν είναι δεδομένη – είναι ζητούμενο. Σε αυτό το περιβάλλον, η αναζήτηση βιώσιμης ανάπτυξης δεν αφορά μόνο την οικονομία, αλλά και τη θέση της χώρας σε έναν κόσμο που μεταβάλλεται.
Ο Δρ. Κώστας Μεγήρ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Yale και μέλος της Επιτροπής Πισσαρίδη, συνομιλεί μαζί μας για τις προκλήσεις της εποχής, τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται και τις δυνατότητες που ανοίγονται, αν η Ελλάδα επιλέξει να κοιτάξει πέρα από το πρόσκαιρο και να επενδύσει στο ουσιώδες.
Ορθός Λόγος: Ζούμε σε μια περίοδο έντονης γεωπολιτικής και οικονομικής αβεβαιότητας. Η επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, οι πολιτικές του και ο αναδυόμενος προστατευτισμός, φαίνεται ότι θα επηρεάσουν καθοριστικά τον κόσμο μας και την παγκόσμια οικονομία. Σε αυτό το περιβάλλον, πού βλέπετε να κατευθυνόμαστε; Τι ρίσκα, αλλά και τυχόν ευκαιρίες, βλέπετε να διαμορφώνονται διεθνώς;

Κώστας Μεγήρ: Οι εξελίξεις είναι κυρίως αρνητικές. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης και η άνοδος του προστατευτισμού οδηγούν όχι μόνο σε οικονομικά, αλλά και σε γεωπολιτικά ρίσκα. Καλλιεργούν τη διάσπαση συμμαχιών και μειώνουν τα κίνητρα για συνεννόηση. Ένα από τα μεγάλα οφέλη του διεθνούς εμπορίου, πέρα από τις –κατά τη γνώμη μου– πρωτοφανείς οικονομικές απολαβές, είναι ότι ενισχύει την ειρηνική επίλυση διαφορών και τη γενικότερη ενσωμάτωση των κρατών σε ένα κοινό οικονομικό σύστημα.
Όσον αφορά την Ελλάδα, αυτή η διεθνής συγκυρία καθιστά ακόμη πιο επείγουσα την ανάγκη να ενδυναμώσει την οικονομία της, να τη διαφοροποιήσει και να συμμετάσχει ενεργά στην ενίσχυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ε.Ε. παραμένει ένα μπλοκ που, τουλάχιστον εσωτερικά, προσφέρει ελεύθερο εμπόριο, δίαυλους συνεννόησης και ειρηνικής επίλυσης προβλημάτων. Είναι –ή θα μπορούσε να είναι– μια πολιτική και στρατιωτική υπερδύναμη, αν αποφάσιζε να κάνει τα απαραίτητα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση.
Αν θέλουμε να δούμε θετικά την παρούσα κατάσταση, πρόκειται για μια ευκαιρία για την Ελλάδα. Η χώρα έχει κολλήσει σε ένα παραγωγικό μοντέλο χαμηλής παραγωγικότητας, βασισμένο στον τουρισμό, που προσφέρει περιορισμένες ευκαιρίες σε νέους με υψηλές φιλοδοξίες. Αυτή η συγκυρία είναι, όπως λέμε στα αγγλικά, ένα “wake-up call”. Η θέση μας μάς καθιστά υπερβολικά εξαρτημένους από διεθνείς εξελίξεις, μειώνει τη διαπραγματευτική μας δύναμη και μας καθιστά ευάλωτους. Ταυτόχρονα, δεν συμμετέχουμε ενεργά όσο θα μπορούσαμε στο ευρωπαϊκό μπλοκ στο οποίο ανήκουμε και στο οποίο στηριζόμαστε.
Το ανθρώπινο κεφάλαιο
Ο.Λ: Ποια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά αυτής της νέας συγκυρίας και ποιες οι επιπτώσεις για μικρότερες, εξαρτημένες οικονομίες όπως η ελληνική;
Κ.Μ: Καταρχάς, έχουμε να κάνουμε με μειωμένη ανάπτυξη. Αυτή τη στιγμή, σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ και αγοραστικής δύναμης (PPP), είμαστε η δεύτερη φτωχότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη τις νεότερες χώρες μέλη. Η Ρουμανία, για παράδειγμα, μας έχει ήδη ξεπεράσει. Κάποτε λέγαμε «θα μας ξεπεράσει η Ισπανία», μετά η Πορτογαλία· τώρα βλέπουμε και τη Ρουμανία, μια χώρα με βαθιά προβλήματα στο παρελθόν, να περνά μπροστά.
Τι προσφέρουμε, λοιπόν, στον δικό μας πληθυσμό; Σε μια κοινωνία που γηράσκει, που μειώνεται, που μεταναστεύει; Ποιες είναι οι προοπτικές για τους νέους μας; Πέρα από θέσεις σερβιτόρων σε καλοκαιρινά beach bars, τί είδους καριέρες τους προσφέρουμε; Πρέπει να το αναλογιστούμε αυτό σοβαρά. Έχουμε σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο, έχουμε δυνατότητες – γιατί, λοιπόν, δεν ηγούμαστε της ανάπτυξης στην περιοχή; Γιατί βρισκόμαστε εκεί που βρισκόμαστε;
Η συζήτηση πρέπει να ξεκινήσει από αυτή τη βασική παραδοχή: ότι η θέση μας σήμερα δεν είναι αποδεκτή. Ναι, είμαστε καλύτερα από ό,τι ήμασταν στα βάθη της κρίσης – αλλά αν αυτό είναι το κριτήριό μας, τότε έχουμε αποτύχει. Το σωστό κριτήριο είναι αν είμαστε καλύτερα από ό,τι ήμασταν πριν την κρίση, και κυρίως αν οι ρυθμοί ανάπτυξης και αλλαγής αρκούν για να μας φέρουν κοντά ή και πάνω, από τον μέσο όρο της Ευρώπης. Εκεί ανήκουμε και έχουμε τις δυνατότητες να φτάσουμε.
Ο.Λ: Ένας κλιμακούμενος εμπορικός πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ ενδεχομένως θα πλήξει τις ευρωπαϊκές εξαγωγές. Ποιους τομείς της ελληνικής οικονομίας θεωρείτε πιο ευάλωτους και ποιες προσαρμογές θα προτείνατε;
Κ.Μ: Μακάρι να είχαμε τομείς που να ήταν ευάλωτοι – με την έννοια ότι θα είχαμε μια ευρύτερη, ανεπτυγμένη οικονομική βάση. Όμως σήμερα, οι βασικοί μας τομείς είναι ελάχιστοι και αυτοί ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε εξωτερικούς κραδασμούς. Η βασική μας εξαγωγή αυτή τη στιγμή είναι ο τουρισμός – και αυτός, φυσικά, είναι ευάλωτος σε γεωπολιτικές διαταραχές. Ζούμε από το γεγονός ότι η Τουρκία αντιμετωπίζει τόσο σοβαρά προβλήματα, που απωθεί τον τουρισμό. Διαφορετικά, έχουμε δίπλα μας έναν ισχυρό ανταγωνιστή, με τεράστια πλεονεκτήματα: μέγεθος, ακτές, φυσικό περιβάλλον. Είμαστε τυχεροί, κατά κάποιον τρόπο, που το καθεστώς Ερντογάν αποθαρρύνει τους επισκέπτες.
Μετά έχουμε τα αγροτικά προϊόντα – τα οποία, βεβαίως, θα πληγούν σε έναν εμπορικό πόλεμο. Όμως η συνολική τους αξία παραμένει σχετικά χαμηλή. Η Ελλάδα υστερεί πολύ στις εξαγωγές και υπάρχει τεράστιο περιθώριο ανάπτυξης, ειδικά προς την Ε.Ε.
Επιπλέον, δεν γνωρίζουμε ακόμη σε ποιο βαθμό ο εμπορικός πόλεμος θα επεκταθεί σε τομείς υψηλής τεχνολογίας, όπως ο προγραμματισμός, οι οποίοι –κατά τη γνώμη μου– είναι ένας εν δυνάμει τομέας όπου η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτυχθεί σοβαρά και να εξάγει υπηρεσίες διεθνώς.
Δεν έχουμε βαριά βιομηχανία που θα πληγεί άμεσα – δεν παράγουμε αυτοκίνητα. Θα επηρεαστούν ορισμένα κρασιά, κάποια ελαιόλαδα, αλλά το ζήτημα είναι πως δεν μπορούμε να βασίζουμε την ανάπτυξή μας σε αυτά τα προϊόντα.
Το μεγάλο πρόβλημα θα είναι οι έμμεσες επιπτώσεις: αν η ευρωπαϊκή οικονομία συνολικά πληγεί –Γαλλία, Γερμανία, Ισπανία– τότε και η Ε.Ε. θα βρεθεί σε δύσκολη θέση. Αυτό σημαίνει μείωση της ζήτησης για ελληνικά προϊόντα μέσα στην Ευρώπη, ακόμη και στον τουρισμό. Αν για παράδειγμα υπάρξει ύφεση στην Ευρώπη, θα επηρεάσει και την Ελλάδα. Η επιρροή, λοιπόν, θα είναι έμμεση αλλά σημαντική, γιατί οι λίγοι τομείς που έχουμε είναι ιδιαίτερα ευάλωτοι.
Επιχειρηματικό περιβάλλον
Ο.Λ: Ο επαναπροσδιορισμός των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού – λόγω Κίνας και γεωπολιτικών εντάσεων – δημιουργεί προκλήσεις αλλά και ευκαιρίες. Ποιος θα μπορούσε να είναι ο ρόλος μας μέσα σε αυτό το νέο τοπίο;
Κ.Μ: Αυτό που έχει σημασία είναι τι μπορεί να γίνει σε μια οικονομία. Το πρόβλημα της δικής μας οικονομίας είναι ότι δεν προσφέρει αρκετές ευκαιρίες για την ανάπτυξη εταιριών υψηλής τεχνολογίας – ούτε σε χρηματοδότηση, ούτε σε θεσμικό περιβάλλον. Άρα, η ευκαιρία υπάρχει, δεν δημιουργείται τώρα αναγκαστικά. Χρειάζεται να δημιουργήσουμε συνθήκες όπου όλοι οι τομείς να έχουν ίσες δυνατότητες ανάπτυξης. Όπως έχει ειπωθεί, πρέπει να αφήσουμε «εκατό λουλούδια να ανθίσουν».
Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι έχουμε μια πολύ μεγάλη παραοικονομία. Τι σημαίνει αυτό; Ότι, εμμέσως, επιδοτούμε τους τομείς που μπορούν να προσλάβουν εργατικό δυναμικό στην παραοικονομία – δηλαδή, τουρισμό, μικροεπιχειρήσεις υπηρεσιών κλπ. Ουσιαστικά, το θεσμικό πλαίσιο λειτουργεί σαν επιδότηση σε δραστηριότητες χαμηλής παραγωγικότητας.
Γιατί λέω επιδότηση; Αν έχεις, για παράδειγμα, μια τουριστική επιχείρηση στην Ελλάδα, μπορείς να προσλάβεις εργαζόμενους στην παραοικονομία, χωρίς να πληρώσεις φόρους ή εισφορές. Αντίθετα, αν είσαι μια εταιρία τεχνολογίας, δεν έχεις αυτό το «πλεονέκτημα». Άρα, το σύστημα είναι δομημένο έτσι ώστε να επιβραβεύει την οικονομία της χαμηλής παραγωγικότητας και να αποθαρρύνει την καινοτομία και τις εξαγωγές.
Η ευκαιρία για την Ελλάδα –και είναι μια ευκαιρία που υπάρχει εδώ και χρόνια, αλλά μένει ανεκμετάλλευτη– είναι να δημιουργήσει ένα πραγματικά φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον. Ένα περιβάλλον στο οποίο όλοι θα θέλουν να επενδύσουν, όχι μόνο για να πουλήσουν στην Ευρώπη, αλλά και στη Μεσόγειο και διεθνώς.
Αν κοιτάξει κανείς, για παράδειγμα, στη Βοστόνη, θα δει ότι πολλές εταιρείες βιοτεχνολογίας έχουν υψηλόβαθμα στελέχη Έλληνες – είτε στην επιστημονική, είτε στην επιχειρηματική πλευρά. Δεν λέω ότι θα γίνουμε ξαφνικά το κέντρο της παγκόσμιας βιοτεχνολογίας, αλλά υπάρχει ανθρώπινο κεφάλαιο που θα ήθελε να επιστρέψει στην Ελλάδα. Όμως για να επιστρέψει, πρέπει να βρίσκει τις αντίστοιχες απολαβές. Και για να υπάρχουν αυτές οι απολαβές, πρέπει το επιχειρηματικό περιβάλλον να είναι φιλόξενο, και να δίνει τη δυνατότητα να στήσεις μια επιχείρηση που να μπορεί να πουλάει παντού – στην Ε.Ε., στη Μεσόγειο, διεθνώς.
Κατά κάποιο τρόπο, αντί να περιμένουμε κάποια «νέα ευκαιρία» για να αναπτυχθούμε, πρέπει να δούμε πόσα απλά πράγματα μπορούμε να κάνουμε ήδη. Η Ελλάδα μπορεί να γίνει επιχειρηματικός παράδεισος, όπως είναι παράδεισος ήλιου και θάλασσας. Έχουμε ένα φιλελεύθερο και ευχάριστο περιβάλλον – ας γίνει και φιλικό προς την επιχειρηματικότητα. Από εκεί και πέρα, πρέπει να αναπτυχθούμε και να εξάγουμε σε τομείς που δεν είναι τόσο ευάλωτοι στις διεθνείς διακυμάνσεις.
Ο.Λ: Μιλώντας για τις προκλήσεις της διεθνούς συγκυρίας, ας περάσουμε στο καθαρά ελληνικό επίπεδο. Η χώρα βρίσκεται σε τροχιά ανάκαμψης, ωστόσο, οι βαθύτερες διαρθρωτικές αδυναμίες παραμένουν. Ως μέλος της Επιτροπής Πισσαρίδη, ποιες από τις προτάσεις σας θεωρείτε ότι έχουν εφαρμοστεί μέχρι σήμερα και ποιες εκκρεμούν;
Κ.Μ: Γνωρίζω ότι έχουν γίνει κάποια βήματα – σε θέματα συνταξιοδοτικά, στο εργατικό δίκαιο, αλλά και στη δικαστική εξουσία. Είναι μικρά βήματα, αλλά προς τη σωστή κατεύθυνση. Χρειάζεται βαθύτερες, πιο τολμηρές αλλαγές. Και όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο δύσκολο γίνεται να προχωρήσουμε σε ουσιαστικές τομές. Έχουμε τη συνήθεια να παρακάμπτουμε τις ευκαιρίες όταν αυτές παρουσιάζονται.
Ίσως τώρα, με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, ανοίγει ένα νέο παράθυρο. Ο κόσμος ανησυχεί, και μπορούμε να πούμε: «αν θέλουμε να ενισχυθεί η Ελλάδα, πρέπει να αναπτυχθεί – και αυτά είναι τα βήματα». Υπάρχει όμως και ένα πιο δυσάρεστο σενάριο: η σοβαρή πιθανότητα να καταρρεύσει το ΝΑΤΟ τα επόμενα χρόνια. Δεν έχουμε δει ακόμη ενίσχυση των αρχών του ΝΑΤΟ από την αμερικανική ηγεσία – το αντίθετο, βλέπουμε αμφισβήτηση. Τι σημαίνει αυτό για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Τι ενθαρρύνει την Τουρκία, όταν επαναφέρει θέματα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών ή μιλά για «απειλές» από την Ελλάδα;
Όσο πιο ισχυρή είναι η οικονομία μας, τόσο πιο θωρακισμένη είναι η χώρα – και στρατιωτικά. Η οικονομική ισχύς είναι θεμέλιο της εθνικής μας ασφάλειας. Ως οικονομολόγοι, έχουμε ιδέες, αλλά όχι όλες τις λύσεις. Εστιάζουμε σε μεταρρυθμίσεις που ίσως άλλοι δεν θεωρούν προτεραιότητα. Γι’ αυτό θα ήταν χρήσιμο να υπάρξει μια ευρύτερη επιτροπή: νέοι επιχειρηματίες, Έλληνες του εξωτερικού, άνθρωποι που θέλουν να επενδύσουν. Να μας πουν τι θα ήθελαν να δουν στην Ελλάδα για να επενδύσουν.
Η πραγματικότητα είναι ότι δεν υπάρχει χρηματοδότηση στην Ελλάδα από ισχυρό τραπεζικό τομέα. Η δικαστική εξουσία δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε: αν παραβιαστεί ένα συμβόλαιο και κάνεις μήνυση, μπορεί να περιμένεις δέκα χρόνια για απόφαση. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείς να υπογράφεις πολύπλοκα συμβόλαια, δεν μπορείς να έχεις επενδύσεις βάθους.
Επίσης, δεν έχουμε αρκετά ευέλικτο νόμο για την πτώχευση. Στην Αμερική, οι ευέλικτοι νόμοι πτώχευσης είναι μορφή ασφάλειας για τον επιχειρηματία: αν αποτύχει, έχει τρόπο να επανεκκινήσει. Πολλοί επιχειρηματίες πτωχεύουν και ξαναρχίζουν. Αυτή είναι η φύση της επιχειρηματικότητας. Στην Ελλάδα αυτό το κάνουμε εξαιρετικά δύσκολο. Έχουμε «ζόμπι» επιχειρήσεις, δεν γίνονται εκκαθαρίσεις, και οι επιχειρηματίες δεν έχουν τρόπο να ξεκινήσουν ξανά.
Όλα αυτά αποθαρρύνουν τη δραστηριότητα. Η Ελλάδα παραμένει εγκλωβισμένη σε ένα μοντέλο κρατικής υπερ-παρέμβασης. Οι κοινωνικές προστασίες χρειάζεται να υπάρχουν – αλλά να είναι σαφώς καθορισμένες και να μην επιβάλλονται μέσα από τον περιορισμό των επιχειρήσεων. Να δίνονται απευθείας στους ανθρώπους που τις χρειάζονται, μέσω κρατικών επιδοτήσεων.
Οι επιχειρήσεις δεν πρέπει να είναι όργανα κοινωνικής πολιτικής. Η δουλειά τους είναι να υλοποιούν ιδέες και να παράγουν κέρδη. Πρέπει να σταματήσει αυτή η «αλλεργία» προς το κέρδος στην Ελλάδα.
Ο.Λ: Ποιες είναι κατά τη γνώμη σας οι πιο κρίσιμες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται η Ελλάδα σήμερα για να διασφαλιστεί βιώσιμη ανάπτυξη;
Κ.Μ: Καταρχάς, πρέπει οι ίδιοι οι επιχειρηματίες να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία του μετασχηματισμού – για να μπορέσουμε να απαντήσουμε πρακτικά στο ερώτημα: τι θα φέρει επενδύσεις στην Ελλάδα. Για παράδειγμα, πρέπει να δούμε πώς λειτουργεί το θεσμικό πλαίσιο για τη διοίκηση των εταιρειών, πώς εφαρμόζονται οι ποινικές ευθύνες, και πώς όλα αυτά αποθαρρύνουν ή περιορίζουν τις ξένες επενδύσεις.
Υπάρχουν πολλά ζητήματα, αλλά το πού πρέπει να εστιάσουμε όλο το βάρος –τι είναι πιο επείγον, τι έπεται– δεν μπορεί να το καθορίσει μόνο το κράτος ή οι οικονομολόγοι. Πρέπει να γίνει σε ένα πλαίσιο στο οποίο συμμετέχουν οι ίδιοι οι επιχειρηματίες, Έλληνες και ξένοι, άνθρωποι που ήδη επενδύουν ή έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Μια τέτοια συνεργασία είναι κρίσιμη.
Από την άλλη, χρειάζεται και πολιτική βούληση. Το κράτος πρέπει να βελτιώσει τις υποδομές – και δεν εννοώ μόνο δρόμους, αλλά και την εκπαίδευση. Η εκπαίδευση στην Ελλάδα έχει μείνει πολύ πίσω. Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού ολοκληρώνει το σχολείο χωρίς ουσιαστικές δεξιότητες. Τα αποτελέσματα της PISA μάς κατατάσσουν στον πάτο της λίστας.
Αν δεν αναπτύξουμε το εγχώριο ανθρώπινο κεφάλαιο, πού ακριβώς στοχεύουμε; Και αν δεν έχουμε πανεπιστήμια που να λειτουργούν ως εστίες επιστήμης, που να διασυνδέονται με την αγορά και την καινοτομία, δεν θα έχουμε ποτέ μια σταθερή, γηγενή βάση ανθρώπων με τις κατάλληλες δεξιότητες.
Έχουμε πανεπιστήμια, βεβαίως. Αλλά πρέπει να ενισχυθούν ώστε να γίνουν ισχυρά ερευνητικά κέντρα. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να φιλελευθεροποιηθούν. Να υπάρξει ανταγωνισμός στην Ανώτατη Εκπαίδευση, με ουσιαστική ενίσχυση ιδιωτικών πανεπιστημίων, ξένων ιδρυμάτων, χρηματοδότηση ερευνητικών προγραμμάτων.
Δεν μπορώ να πω ποια θα ήταν «η μία μεταρρύθμιση» που θα άλλαζε τα πάντα. Δεν είμαστε εκεί. Είμαστε πίσω σε πολλά, και είναι όλα αλληλένδετα. Αν θέλεις έναν κλάδο υψηλής τεχνολογίας, χρειάζεσαι επιστήμονες, άρα ισχυρά πανεπιστήμια. Δεν γίνεται να έχεις κλειστό θεσμικό πλαίσιο, να μην επιτρέπεται ανταγωνισμός, να μην υπάρχουν ξένα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Δεν γίνεται να βγαίνουν αναλφάβητοι από το ελληνικό σχολείο – ειδικά όταν έχουμε τόσο υψηλό αριθμό δασκάλων ανά μαθητή, όχι για να στηρίξουν την εκπαίδευση, αλλά για να εξυπηρετήσουν προσλήψεις στο Δημόσιο. Οπότε, τα μέτωπα είναι πολλά…
Δείκτες αποδοτικότητας
Ο.Λ: Η δημόσια διοίκηση, παρά τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού της, συχνά λειτουργεί ως τροχοπέδη. Γιατί τόσα χρόνια συζητάμε, αλλά τίποτα δεν αλλάζει ουσιαστικά; Πώς μπορούμε να μειώσουμε τη γραφειοκρατία και τη διαφθορά; Ποια μέτρα θα μπορούσαν πραγματικά να τη μεταμορφώσουν σε καταλύτη ανάπτυξης;
Κ.Μ: Το πρώτο βήμα είναι να δημιουργήσουμε δείκτες αποδοτικότητας. Ο κάθε πολίτης χρειάζεται να μπορεί να δει τι κάνει η δημόσια διοίκηση, σε κάθε επίπεδο. Πόσες υποθέσεις επιλύει, για παράδειγμα, η αστυνομία – και κάθε αστυνομικό τμήμα ξεχωριστά; Πόσο γρήγορα κατασκευάζονται οι δρόμοι;
Θα ξεκινούσα, λοιπόν, με μια προσπάθεια ενίσχυσης της υπευθυνότητας. Πρέπει να υπάρχουν σαφείς δείκτες για την απόδοση του δημοσίου, σε όλους τους τομείς. Να γνωρίζουμε ποιος κάνει τι και πώς αποδίδει. Δεν λέω ότι πρέπει να δοθούν κίνητρα αποκλειστικά με βάση αυτούς τους δείκτες – γιατί και αυτό μπορεί να οδηγήσει σε στρεβλώσεις. Αλλά τουλάχιστον πρέπει να έχουμε μια εικόνα. Στις εφορίες, πόσα ερωτήματα υποβάλλονται και πόσα απαντώνται εγκαίρως; Τι αποδίδουν τα σχολεία στα παιδιά μας; Τι υπηρεσίες παρέχουν οι διάφοροι φορείς και πόσο αποτελεσματικά; Όλα αυτά, βέβαια, χρειάζονται μελέτη. Είναι ένα ευαίσθητο ζήτημα και πρέπει να γίνει με προσοχή. Δεν πρέπει, όμως, να κρυβόμαστε πίσω από τη δυσκολία για να μην προχωράμε. Δεν μπορούμε να λέμε απλώς ότι η δημόσια διοίκηση είναι στρεβλή. Για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, πρέπει να γνωρίζουμε τι ακριβώς κάνει κάθε τομέας, ποια είναι τα καθήκοντά του και ποια η απόδοσή του. Αυτή τη στιγμή, στην Ελλάδα, τέτοιοι βασικοί δείκτες δεν υπάρχουν – ούτε σε στοιχειώδες επίπεδο.
Ο.Λ: Η αγορά εργασίας παραμένει εύθραυστη. Πώς μπορούμε να ενισχύσουμε την παραγωγικότητα και τους μισθούς χωρίς να υπονομεύσουμε τη δημοσιονομική ισορροπία και την ανταγωνιστικότητα;
Κ.Μ: Το ζήτημα έχει δύο διαστάσεις: βραχυπρόθεσμη και μακροπρόθεσμη. Μακροπρόθεσμα, χρειάζεται πολύ καλύτερη εκπαίδευση και ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Σήμερα, το μεγαλύτερο μέρος του εργατικού δυναμικού απασχολείται σε τομείς χαμηλής παραγωγικότητας – όπως ο τουρισμός και η εστίαση. Αυτό αντικατοπτρίζεται και στους χαμηλούς μισθούς. Αν υπήρχε μεγαλύτερη δραστηριότητα σε πιο δυναμικούς τομείς –όπως αυτοί που αναφέραμε νωρίτερα– οι μισθοί θα ήταν υψηλότεροι. Βραχυπρόθεσμα, το φορολογικό σύστημα παίζει καθοριστικό ρόλο. Η Ελλάδα έχει από τα πιο σκληρά και βαριά φορολογικά καθεστώτα στην Ευρώπη. Φτάνουμε στον υψηλότερο συντελεστή πολύ γρήγορα.
Η πρόκληση είναι να δημιουργήσεις ευκαιρίες χωρίς να διαταράξεις τα δημοσιονομικά. Αν είχαμε ξεκινήσει νωρίτερα, μια σταδιακή μείωση των φόρων θα οδηγούσε σταδιακά και σε αύξηση της παραγωγικότητας, καλύπτοντας έτσι τα δημοσιονομικά κενά. Τώρα χρειάζεται μια ορθολογική αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος: να γίνει πιο δίκαιο και να ανταμείβει την υψηλή παραγωγικότητα. Αυτό είναι απολύτως αναγκαίο.
Ο.Λ: Η προσέλκυση επενδύσεων παραμένει εθνική στρατηγική προτεραιότητα. Ειδικά στην παγκόσμια αβεβαιότητα, τι θα ενίσχυε τη ροή σοβαρών, παραγωγικών επενδύσεων, χωρίς να διακυβεύσουμε τα εθνικά μας συμφέροντα;
Κ.Μ: Το ζητούμενο είναι να βρούμε τρόπους να αφαιρέσουμε τα εμπόδια στην παραγωγικότητα. Από τη μία, έχουμε θεσμικά ζητήματα, κι από την άλλη, τη μεγάλη υστέρηση στη χρηματοδότηση, που παραμένει αδύναμο σημείο στην Ελλάδα. Και βεβαίως, κομβικό είναι και το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Χρειάζεται ένα συνολικό σχέδιο: να μειωθούν τα εμπόδια στην παραγωγή, να γίνουμε πιο «φιλικοί» στο κέρδος και στην επιχειρηματικότητα, να υπάρχει επαρκής δυνατότητα χρηματοδότησης ιδεών. Θέλουμε καλύτερο πτωχευτικό δίκαιο, πιο αποδοτική δικαιοσύνη, και ευκολία στην έκδοση αδειών – για κτίσματα, για επενδύσεις, για κάθε μορφή επιχειρηματικής δραστηριότητας – πάντα μέσα σε σαφείς και σταθερούς κανόνες.
Λέγεται συχνά – και σωστά – ότι χρειάζονται χωροταξικά σχέδια. Ιδιαίτερα στον τουρισμό, που θα παραμείνει σημαντικός τομέας, αλλά πρέπει να γίνει υψηλής ποιότητας, χωρίς να καταστρέφει το περιβάλλον. Για να γίνει αυτό, χρειαζόμαστε ένα σαφές και λειτουργικό χωροταξικό πλαίσιο, που να ορίζει τι μπορεί να γίνει, πού, και με ποιες παραμέτρους, λαμβάνοντας υπόψη και την προστασία του περιβάλλοντος.
Αν θέλει κάποιος να κάνει μια τουριστική επένδυση, πρέπει να υπάρχει ένας γρήγορος, αξιόπιστος τρόπος να αποφασίζεται αν η επένδυση είναι συμβατή με τα θεσπισμένα κριτήρια. Αν είναι, να εγκρίνεται χωρίς καθυστερήσεις. Αν όχι – αν υπονομεύει βιότοπους, για παράδειγμα – να απορρίπτεται άμεσα. Τόσο απλά.
Η καλύτερη λειτουργία των διαδικασιών αδειοδότησης – είτε για επιχειρήσεις, είτε για κτίρια, είτε για τουριστικές μονάδες – είναι κρίσιμη. Και όλα αυτά καταλήγουν στο πώς λειτουργεί η δημόσια διοίκηση: ποιοι έχουν ευθύνη, ποιοι όχι, πώς αποφεύγονται οι ευθύνες, ποια είναι τα κριτήρια. Αν δεν αντιμετωπίσουμε αυτά, δεν θα δούμε πραγματική ροή παραγωγικών επενδύσεων.
Ο.Λ: Η ενεργειακή μετάβαση είναι κρίσιμη και προσφέρει ευκαιρίες. Πώς μπορεί η Ελλάδα να αναδειχθεί σε ενεργειακό κόμβο στην Ευρώπη, με έμφαση στις ΑΠΕ, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα ενεργειακή ασφάλεια και κοινωνική συνοχή;
Κ.Μ: Η Ελλάδα διαθέτει τους φυσικούς πόρους – ήλιο και άνεμο – για την πλήρη αξιοποίηση των τεχνολογιών ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το πρώτο σημαντικό βήμα είναι να διασφαλίσουμε ότι η μετάβαση θα υλοποιηθεί, καταρχάς, στο εσωτερικό της χώρας.
Μια τέτοια μετάβαση θα είναι win-win: και περιβαλλοντικά οφέλη και μείωση της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα, ειδικά το πετρέλαιο. Το αν μπορούμε να εξελιχθούμε σε καθαρό εξαγωγέα ανανεώσιμης ενέργειας μένει να φανεί – είναι μια πιο μακρινή προοπτική.
Ο.Λ: Κλείνοντας, ποιο μήνυμα θα θέλατε να στείλετε στους νέους οικονομολόγους και στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής που καλούνται να διαμορφώσουν την επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας;
Κ.Μ: Να προωθούν ιδέες και πολιτικές βασισμένες σε στοιχεία και όχι σε πολιτικές προκαταλήψεις. Να μην επιδιώκουν την εύνοια των πολιτικών – είναι πάντα εφήμερη. Να επιμένουν σε αυτό που πιστεύουν ότι είναι αληθινό, και σε ό,τι τους οδηγούν τα στοιχεία.