Για την Jennifer Brandel, η ακρόαση είναι δύναμη. Χτίζει γέφυρες ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τη δημοκρατία. Πιστεύει στη φροντίδα, τη συμπερίληψη και τη συλλογική φαντασία. Ως ιδρύτρια του Curious City και συνιδρύτρια της Hearken, έχει πρωτοστατήσει σε ένα συμμετοχικό μοντέλο δημοσιογραφίας που μετατοπίζει την εξουσία – από τα μέσα ενημέρωσης στους ανθρώπους που αυτά οφείλουν να υπηρετούν.
Πέρα από τη δημοσιογραφία, έχει συνδημιουργήσει πρωτοβουλίες πολιτών για την ενίσχυση της δημοκρατίας (Election SOS, Democracy SOS, Democracy Day), καθώς και το παγκόσμιο επιχειρηματικό κίνημα Zebras Unite, που προωθεί δίκαια και ηθικά οικοσυστήματα καινοτομίας. Το έργο της εστιάζει στη σύνδεση μέσων, πολιτών και κοινοτήτων μέσα από την ακρόαση, τη φροντίδα και τη συνεργασία.
Σε έναν κόσμο παρακμής της εμπιστοσύνης, θορύβου και αντίδρασης, η Jennifer μιλά για κάτι σχεδόν αδιανόητο στα σύγχρονα μέσα: την «αγάπη». Όχι ως συναισθηματισμό, αλλά ως δύναμη ανασυγκρότησης.
Συζητάμε μαζί της για το πώς η Δημοσιογραφία μπορεί να ριζώσει ξανά στην κοινότητα, πώς η Δημοκρατία μπορεί να γίνει κάτι περισσότερο από θεσμός και γιατί η «ακρόαση» ίσως είναι η πιο ριζοσπαστική πράξη απ’ όλες – μια πράξη αναδημιουργίας…
Ορθός Λόγος: Τι λέτε να ξεκινήσουμε από τη δική σας αρχή – όχι απαραίτητα από την καριέρα σας, αλλά από τη στιγμή που νιώσατε για πρώτη φορά αυτή την κλήση προς τη δημοσιογραφία και τη κοινωνική προσφορά. Τι σας κινητοποίησε; Και πώς εξελίχθηκε αυτή η πορεία σε αυτό που κάνετε σήμερα;

Jennifer Brandel: Μεγάλωσα με μια μητέρα βαθιά προσανατολισμένη στην κοινότητα. Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο περισσότερο συνειδητοποιώ πόσο πολύ με επηρέασε. Πέθανε το 2019, αλλά όσο ζούσε, ήταν πάντα παρούσα – εθελόντρια στη βιβλιοθήκη, δασκάλα, ένας συνδετικός κρίκος για όλους στη γειτονιά μας.
Η δημοσιογραφία μπήκε στη ζωή μου κάπως απρόσμενα. Δεν τη σπούδασα. Αλλά είμαι από τη φύση μου περίεργη, μου αρέσει να μαθαίνω, να βρίσκομαι σε μέρη που δεν ανήκω, να κάνω ερωτήσεις που αλλιώς δεν θα μπορούσα να κάνω. Η δημοσιογραφία μου το επέτρεψε αυτό: να ανακαλύπτω, να δημιουργώ.
Αγαπούσα τη γραφή, το ρεπορτάζ, την ίδια τη δημιουργικότητα της δουλειάς. Όμως, πάνω απ’ όλα, ήθελα να έχει αντίκτυπο, να είναι χρήσιμη. Γι’ αυτό και άρχισα να πειραματίζομαι με το πώς επιλέγουμε τις ιστορίες που λέμε. Δεν ήθελα απλώς να γράφω για ό,τι φαινόταν σε μένα ενδιαφέρον, αλλά για ό,τι ήταν σημαντικό για τους ανθρώπους. Γιατί αλλιώς, θα ήταν σαν να γράφω μόνο για τον εαυτό μου – κι αυτό δεν είναι το νόημα της δημοσιογραφίας.
Άλλη προσέγγιση
Ο.Λ: Ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς σταθμούς στο ταξίδι σας είναι η Hearken. Τι είναι και πώς προέκυψε; Τι αισθανθήκατε ότι έλειπε από τα παραδοσιακά μοντέλα ενημέρωσης και σας ώθησε να κάνετε αυτό το βήμα;
J.B: Η Hearken γεννήθηκε μέσα από πειραματισμούς που έκανα στο WBEZ, το δημόσιο ραδιόφωνο του Σικάγο. Δεν είχα σπουδάσει δημοσιογραφία και ένιωθα συχνά αμήχανα με τον τρόπο που παίρνονταν οι αποφάσεις για τις ειδήσεις. Στις συντακτικές συσκέψεις αναρωτιόμουν: πώς κρίνουμε τι είναι αρκετά σημαντικό για να το καλύψουμε; Πώς επιλέγουμε; Για ποιους αποφασίζουμε;
Με προβλημάτιζε η εξουσία που μου δόθηκε: από το να μην έχω καμία επιρροή, βρέθηκα ξαφνικά να αποφασίζω ποιες ιστορίες θα δουν εκατομμύρια άνθρωποι. Και ένιωθα ότι δεν είχα τα εφόδια για να εκπροσωπήσω ανθρώπους με τόσο διαφορετικές εμπειρίες και ανάγκες από τις δικές μου.
Ήθελα να ξέρω: τι τους απασχολεί; Για ποιες πληροφορίες αναζητούν απαντήσεις και δεν τις βρίσκουν; Από αυτές τις ερωτήσεις γεννήθηκε η Hearken. Δοκιμάσαμε να ζητάμε από το κοινό τι θέλει να μάθει, πριν κάνουμε το ρεπορτάζ. Έτσι ξέραμε ότι ο κόπος μας δεν θα πήγαινε χαμένος – είχαμε αποδείξεις ότι κάποιος, ή πολλοί, νοιάζονταν για αυτή την πληροφορία.
Καθώς το μοντέλο αναπτυσσόταν, έμαθα πως αυτό που κάναμε είχε όνομα: σχεδιαστική σκέψη, συμμετοχική δημοσιογραφία, έρευνα χρηστών. Εγώ απλώς ακολουθούσα το ένστικτο: καλύτερες εισροές φέρνουν καλύτερες εκροές. Το πείραμα αυτό συνεχίζεται ακόμα και σήμερα στο WBEZ, πάνω από δώδεκα χρόνια μετά. Κι άλλες αίθουσες σύνταξης ενδιαφέρθηκαν να μάθουν πώς αλλάξαμε τη διαδικασία. Έτσι ξεκίνησα την Hearken ως εταιρεία, για να βοηθήσω άλλους να εφαρμόσουν έναν διαφορετικό τρόπο λειτουργίας.
Ο.Λ: Τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης λειτουργούν συχνά με τρόπο «εκ των άνω προς τα κάτω» – οι δημοσιογράφοι παραδίδουν, το κοινό λαμβάνει. Φαίνεται πως έχετε ανατρέψει αυτή την ιδέα. Ποιο είναι το «κόστος» της διατήρησης του παλαιού μοντέλου και τι συμβαίνει όταν αντιστρέφουμε τη δυναμική;
J.B.: Το κόστος είναι αυτό που βλέπουμε σήμερα. Στις ΗΠΑ – και ξέρω πως κάποιες από αυτές τις τάσεις ισχύουν και αλλού, αν και όχι πάντα με την ίδια ένταση – το τίμημα είναι ότι γινόμαστε ολοένα και πιο αποσυνδεδεμένοι, λιγότερο σχετικοί με τους ανθρώπους που θέλουμε να υπηρετήσουμε. Χωρίς σχέση δούναι και λαβείν, η απόσταση μεγαλώνει. Σε ένα κατακερματισμένο τοπίο πληροφόρησης, όπου οι άνθρωποι ριζοσπαστικοποιούνται ή προσελκύονται από συγκεκριμένα συμφέροντα, η αποσύνδεση σημαίνει πως δεν ξέρουμε τι αναζητούν, τι παραπληροφόρηση λαμβάνουν, ή πώς πρέπει να παρέμβουμε.
Το μοντέλο «από πάνω προς τα κάτω» δεν λειτουργεί πια – αν ποτέ λειτούργησε πραγματικά. Παλαιότερα ίσως υπήρχε λιγότερος ανταγωνισμός, λιγότερες επιλογές. Πολλοί έμεναν στο παραδοσιακό μοντέλο, γιατί απέδιδε: οικονομικά και σε όρους εξουσίας. Οι δημοσιογράφοι συχνά δεν θέλουν να αναγνωρίζουν ότι έχουν εξουσία – αλλά έχουν. Τα ΜΜΕ θέλουν να πιστεύουν ότι είναι δημόσιοι λειτουργοί, αλλά είναι και μεσίτες ισχύος. Το τίμημα; Χάνουμε την επαφή με την πραγματικότητα. Γινόμαστε αδιάφοροι για όσους υποτίθεται πως υπηρετούμε. Και όταν ζητάμε τις συνδρομές τους, τη στήριξή τους, την προσοχή τους…, δεν είναι πια εκεί. Εγκλωβιζόμαστε σε ένα μέσο για τον εαυτό μας, για ανθρώπους σαν εμάς, όχι για την κοινότητα.
Αν όμως το αντιστρέψουμε, όλα αλλάζουν προς το καλύτερο. Ξέρουμε εκ των προτέρων ότι οι ιστορίες είναι χρήσιμες, δεν το ελπίζουμε απλώς. Διαβάζονται, ακούγονται, μοιράζονται. Οι άνθρωποι που συνέβαλαν νιώθουν ότι τους άκουσαν. Ότι συμμετείχαν, όχι λόγω κάποιου άθλου ή βραβείου, αλλά χάρη στην περιέργειά τους. Και είναι πιο πρόθυμοι να μοιραστούν την ιστορία με άλλους. Οι φίλοι τους σκέφτονται: «Αυτό το μέσο άκουσε τον άνθρωπό μου». Κι έτσι χτίζεται συγγένεια, εμπιστοσύνη.
Το κοινό έχει αμέτρητες ερωτήσεις, γνώσεις, εμπειρίες ζωής. Πλουτίζουν το ρεπορτάζ. Μπορούν να φέρουν στην επιφάνεια ειδήσεις, να βοηθήσουν τη λογοδοσία της εξουσίας, να ανοίξουν συζητήσεις που δεν γίνονταν. Δεν περιορίζεται πια το τι είναι αξιοσημείωτο –δεν αναπαράγουμε μόνο τη θεματολογία των άλλων. Μπορούμε να ρωτήσουμε: «Τι θα γινόταν αν; Ποιος το έχει λύσει αλλού;»
Αυτή είναι και η ουσία της εποικοδομητικής δημοσιογραφίας. Μια δημοσιογραφία των λύσεων που δημιουργεί αισιοδοξία, περιέργεια. Ακόμη και σε σοβαρά θέματα, υπάρχει μια άλλη ενέργεια: δεν αποτυπώνουμε απλώς συγκρούσεις, αλλά μια κοινή αναζήτηση για την αλήθεια.
Η δική μας προσέγγιση βασίζεται σε ερωτήσεις. Συλλέγουμε όχι απόψεις, αλλά τα κενά γνώσης. Και αυτό προσελκύει ανθρώπους ταπεινούς, που παραδέχονται «δεν ξέρω». Όχι δογματικούς. Ανοίγει η σκέψη τους: η απάντηση που πίστευαν ίσως δεν είναι ακριβής, ή είναι πιο σύνθετη. Ακόμα και για εκείνους που εμμένουν στις απόψεις τους, αυτό το μοντέλο μπορεί να τους βοηθήσει να ανοιχτούν λίγο – δείχνοντας ότι η απάντηση που νόμιζαν ότι γνώριζαν μπορεί να μην είναι ακριβώς σωστή ή ότι είναι πιο πολύπλοκη από ό,τι υπέθεταν. Πιστεύω ότι έτσι μειώνονται τα χάσματα που αλλιώς βαθαίνουν, τουλάχιστον στην Αμερική, αλλά και αλλού. Αυτή η προσέγγιση προσελκύει και υποστήριξη: κοινότητες, ιδρύματα, χορηγούς. Γιατί είναι πιο ανοιχτή, πιο περιεκτική.
Και το σημαντικό: δεν θυσιάζεται τίποτα. Η ακεραιότητα παραμένει. Οι δημοσιογράφοι κάνουν το ρεπορτάζ, αλλά με το κοινό δίπλα τους. Δεν τους ζητάμε να γίνουν δημοσιογράφοι, ούτε να γνωρίζουν τη δεοντολογία. Απλώς να είναι αυτό που είναι. Κι εμείς να είμαστε καλύτεροι σε αυτό που είμαστε: να μην προσπαθούμε να διαβάσουμε το μυαλό του κοινού, αλλά να το ρωτάμε…
Αναζήτηση λύσεων
O.Λ: Τι σας οδήγησε να υιοθετήσετε την Εποικοδομητική Δημοσιογραφία ή Δημοσιογραφία των Λύσεων ως βασικά στοιχεία της πρακτικής σας; Και από την εμπειρία σας, πώς αυτή η αλλαγή επηρεάζει τη δουλειά των δημοσιογράφων και τη σχέση των κοινοτήτων με τις ειδήσεις; Έχετε δει στιγμές όπου η εποικοδομητική αφήγηση άλλαξε τη δυναμική ή την κατεύθυνση ενός τόπου;
J.B.: Πιστεύω ότι η Δημοσιογραφία των Λύσεων είναι απαραίτητη για το πώς πρέπει να εξελιχθούν οι πρακτικές μας. Όλοι ξέρουμε πόσα προβλήματα υπάρχουν στον κόσμο. Αλλά όταν επικεντρωνόμαστε μόνο σε ό,τι πάει στραβά – στο φόβο, στη βία, στην αποτυχία – οι άνθρωποι απομακρύνονται. Νιώθουν ανίσχυροι. Υπάρχουν τόσες μελέτες που δείχνουν πως αυτό το είδος κάλυψης τους οδηγεί να αποφεύγουν τις ειδήσεις. Τους κατακλύζει. Χάνουν το ενδιαφέρον τους, την επαφή με την κοινότητά τους.
Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να απορροφούμε ασταμάτητα κακές ειδήσεις. Είναι υπερβολή. Η Δημοσιογραφία των Λύσεων αλλάζει αυτή τη συνθήκη. Δείχνει ότι, ναι, υπάρχουν προβλήματα, αλλά δεν είναι ανυπέρβλητα. Κάτι μπορεί να γίνει. Όταν αναδεικνύουμε παραδείγματα λύσεων – από την ίδια περιοχή ή από κάπου αλλού ή ακόμα και από άλλο σημείο της ιστορίας – δείχνουμε ότι υπάρχουν ιδέες που λειτουργούν. Μπορεί να χρειάζονται βελτίωση ή αναβίωση, αλλά δίνουν ελπίδα. Ενεργοποιούν τους ανθρώπους. Προσφέρουν κίνητρο. Δημιουργούν χώρο για δράση, για πραγματικές αλλαγές.
Και έχουμε δει τέτοιες στιγμές ξανά και ξανά. Ιστορίες που αποκάλυψαν λύσεις σε προβλήματα, όπως, για παράδειγμα, στο νερό μιας πόλης ή στον τρόπο που λειτουργούσε ένα εκπαιδευτικό σύστημα. Όταν οι άνθρωποι συμμετέχουν, όταν ακούγονται, αναλαμβάνουν και ευθύνες, δράσεις. Η εποικοδομητική αφήγηση δεν είναι μόνο καλή δημοσιογραφία. Είναι και ο δρόμος για πιο υγιείς κοινότητες.
Προσωπικά, θα ήθελα να δω τα μέσα να αλλάζουν την «έκδοσή» τους: 70% συμμετοχική δημοσιογραφία εστιασμένη σε λύσεις και 30% παραδοσιακό ρεπορτάζ. Αυτή η ισορροπία θα μπορούσε να αλλάξει τα πάντα. Θα άλλαζε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι σχετίζονται με τις ειδήσεις, τον τρόπο που τις καταναλώνουν, αλλά και το τι προσδοκούν – θα έβλεπαν πιθανότητες, όχι μόνο προβλήματα.
O.Λ: Μιλάτε συχνά για «συμμετοχική δημοσιογραφία – δημοσιογραφία τροφοδοτούμενη από το κοινό» (public–powered journalism). Θα μπορούσατε να μοιραστείτε μια ιστορία όπου το κοινό διαμόρφωσε άμεσα το ρεπορτάζ; Τι άλλαξε – στη διαδικασία, στο αποτέλεσμα ή στην αντίληψη της ιστορίας;
J.B.: Κάθε ιστορία που γεννιέται με αυτό το μοντέλο έχει τη δύναμη να προκαλέσει κάτι ουσιαστικό. Ένα από τα αγαπημένα μου παραδείγματα είναι από το Σικάγο. Μια γυναίκα υπέβαλε μια ερώτηση, επειδή είχε δει την ερώτηση του φίλου της να γίνεται ρεπορτάζ. Ένιωσε ότι την άκουσαν – και θέλησε να συμμετάσχει κι εκείνη.Περπατώντας συχνά στην πόλη, παρατήρησε ότι δεν υπήρχαν αγάλματα διάσημων γυναικών που συνέβαλαν στην ιστορία του Σικάγο. Τα περισσότερα τιμούσαν άνδρες ή παρουσίαζαν γυναίκες ως σύμβολα – αλλά όχι ως πραγματικές προσωπικότητες. Η ερώτησή της έγινε ιστορία: γιατί δεν υπάρχουν αγάλματα σπουδαίων γυναικών από το Σικάγο;Η αίθουσα σύνταξης ανέλαβε να ερευνήσει ποιοι αποφασίζουν για τα αγάλματα, πώς χρηματοδοτούνται, τι σηματοδοτούν. Παράλληλα, ζήτησαν από το κοινό να προτείνει ονόματα γυναικών που αξίζει να τιμηθούν. Εκατοντάδες απάντησαν, με προτάσεις γυναικών που είχαν λησμονηθεί.Η ιστορία εξελίχθηκε: δημιουργήθηκε αφιέρωμα «Θα έπρεπε να είναι εδώ», που τίμησε αυτές τις προσωπικότητες και ενημέρωσε τους πολίτες. Η γυναίκα που υπέβαλε την ερώτηση απέκτησε τις πληροφορίες για να προχωρήσει στην κατασκευή ενός αγάλματος προς τιμήν μιας ιστορικής γυναικείας προσωπικότητας – και άλλοι ενώθηκαν γύρω απ’ αυτό. Έτσι, η περιέργειά της έγινε μια πρωτοβουλία πολιτών.Σύντομα, μια γυναικεία ομάδα στο Σικάγο, το The Wing, πήγε το θέμα πιο πέρα. Δημιούργησαν «ζωντανά αγάλματα» – γυναίκες ντύθηκαν στα λευκά, σαν μαρμάρινα γλυπτά, και ζωντάνεψαν την καμπάνια σε όλη την πόλη. Ήταν μια δημόσια δήλωση: κάποιες γυναίκες διαμόρφωσαν αυτή την πόλη και αξίζει να τις δούμε, να τις γνωρίσουμε.Και όλα αυτά ξεκίνησαν από μια ερώτηση. Από την απλή περιέργεια κάποιου που ένιωσε ότι έχει φωνή. Και έχω δει πολλές ακόμα τέτοιες ιστορίες να γεννιούνται. Αυτού του είδους η συμμετοχή ανοίγει την πόρτα σε καλύτερη δημοσιογραφία – και σε καλύτερες κοινότητες. Όταν οι άνθρωποι περιλαμβάνονται και ενημερώνονται, η ανάληψη δράσης γίνεται πιο φυσική. Αισθάνονται υπεύθυνοι – και τότε συμβαίνει ο μετασχηματισμός.
Ο.Λ: Στο άρθρο σας στο Nieman Lab «Journalism’s next disruptor: Love», γράφετε ότι ο επόμενος καταλύτης της δημοσιογραφίας μπορεί να είναι η αγάπη. Αυτή είναι μια τολμηρή – ακόμα και ποιητική – ιδέα. Πώς απαντάτε σε όσους τη βρίσκουν ιδεαλιστική ή και αφελή;
J.B.: Νιώθω ότι η Αγάπη είναι σαν τον ήλιο – μια δύναμη πανίσχυρη, που όμως σπάνια την κοιτάμε κατάματα. Είναι εκεί, υποστηρίζει τα πάντα, κι όμως την αγνοούμε. Είναι η κινητήριος αιτία για πολλά από όσα κάνουμε – ή αποφεύγουμε να κάνουμε. Για μένα, το ότι δεν θεωρείται «είδηση» είναι ένδειξη του πατριαρχικού κόσμου στον οποίο ακόμη ζούμε. Η αγάπη δεν θεωρείται αρκετά «σκληρή», αρκετά «πραγματική». Αλλά στο τέλος της ημέρας, όλες οι αποφάσεις μας είναι συναισθηματικές – και μετά τις επενδύουμε με λογική. Οι μελέτες το δείχνουν ξεκάθαρα: δεν υπάρχει καθαρά λογικός άνθρωπος. Όλοι οδηγούμαστε από το συναίσθημα. Οπότε, το να μην βλέπουμε τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της αγάπης είναι μια χαμένη ευκαιρία. Ναι, μπορούμε να δούμε τον κόσμο μέσα από τη σύγκρουση, τη δύναμη, την επιβολή. Αλλά μπορούμε να τον δούμε και μέσα από την αγάπη. Και τότε προκύπτουν ιστορίες ακόμη πιο ισχυρές – ιστορίες που δεν ξεκινούν από το χρήμα ή τον ανταγωνισμό, αλλά από τη φροντίδα, την απώλεια, την ανάγκη για σύνδεση.
Είμαι στο διοικητικό συμβούλιο του Love Now Media – μια εξαιρετική πρωτοβουλία που βοηθά τους ανθρώπους να νιώσουν ενδυναμωμένοι και να δουν τη ζωή τους αλλιώς. Αυτό αλλάζει τον τρόπο που στέκονται στον κόσμο.
Στα ΜΜΕ, συναισθήματα όπως ο θυμός ή η θλίψη είναι αποδεκτά – τα λεγόμενα πιο «αρσενικά» συναισθήματα. Αλλά η αγάπη; Συχνά, εκλαμβάνεται ως αδυναμία. Ίσως, είναι υπερβολικά ψυχαναλυτικό, αλλά πιστεύω πως όσο περισσότερες γυναίκες (και γενικά φροντιστικές φωνές) μπαίνουν σε θέσεις εξουσίας, θα αρχίσουμε να βλέπουμε την αγάπη όχι σαν «πολίτη δεύτερης κατηγορίας» απέναντι στη σύγκρουση, αλλά ως την υποκείμενη δύναμη πίσω από κάθε ανθρώπινη ιστορία. Και τότε θα κάνουμε πιο τίμιες, πιο ακριβείς αναφορές.
Φορείς κατανόησης
Ο.Λ: Έχετε επίσης δημιουργήσει και συνδημιουργήσει πρωτοβουλίες όπως το Election SOS, το Democracy SOS και το Democracy Day. Ποια ήταν η στόχευση; Και τι σας έδειξαν για τον ρόλο των μέσων στην υγεία της δημοκρατίας;
J.B.: Εργαζόμαστε πάνω σε αυτά από το 2016, αλλά πιο εντατικά από το 2019, προσπαθώντας να βοηθήσουμε τις αίθουσες σύνταξης να αξιοποιήσουν τη συμμετοχική δημοσιογραφία για να καλύψουν τις εκλογές καλύτερα και να βελτιώσουν τις διαδικασίες τους. Βλέπαμε τα κύματα αυταρχισμού να πλησιάζουν και αντιλαμβανόμασταν ότι το μεταβαλλόμενο τοπίο των μέσων δεν ταίριαζε πια στα παραδοσιακά μοντέλα δημοσιογραφίας.
Ευτυχώς, αρκετές εκατοντάδες μέσα μάς άκουσαν, παρακολούθησαν τις εκπαιδεύσεις μας και άλλαξαν κάποιες από τις προσεγγίσεις τους. Αλλά είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξεις μια καλοκουρδισμένη μηχανή. Όταν έχεις μια γραμμή παραγωγής που τροφοδοτεί συνεχώς «το θηρίο», είναι δύσκολο να πεις: «Σταματάμε τη ροή και επικεντρωνόμαστε στη δημιουργία κατανόησης μέσα στην κοινότητα, όχι μόνο περιεχομένου». Αν ανοίξεις τη διαδικασία προς την κοινότητα, αλλάζουν όλα: οι άνθρωποι αξιοποιούνται διαφορετικά, δεν εξαντλούνται σε έναν αέναο κύκλο παραγωγής.
Σε καμιά έρευνα δεν έχει αποδειχθεί ότι οι άνθρωποι χρειάζονται περισσότερες πληροφορίες – χρειάζονται πιο σχετικές, που να τις βρίσκουν και να τις κατανοούν. Δεν υπάρχει ανάγκη για χιλιάδες άρθρα τη μέρα. Αν ο στόχος είναι η κατανόηση, όχι απλώς η παραγωγή περιεχομένου για να πουλήσουμε την προσοχή του κοινού, τότε όλα αλλάζουν.
Αυτό που μας έμαθαν αυτές οι προσπάθειες είναι πως τα μέσα μπορούν να είναι φορείς κατανόησης, όχι μόνο παροχής ειδήσεων. Αλλά για να συμβεί αυτό, χρειάζεται ηγεσία, θάρρος και ανθρώπους έτοιμους να αφήσουν πίσω κάτι που τους είχε κάνει επιτυχημένους. Και αυτό δεν είναι εύκολο.
Ακόμα παλεύω με το πού να βάλω την ενέργειά μου αυτή τη στιγμή. Νιώθω ότι είναι πολύ αργά για πολλά από τα πράγματα που υποστηρίξαμε, τουλάχιστον στις ΗΠΑ, λαμβάνοντας υπόψη την τρέχουσα κατάσταση. Νομίζω ότι βρισκόμαστε πιο κοντά στην πλήρη κατάρρευση απ’ όσο φανταζόμαστε. Και όταν φωνάζουμε «ο ουρανός πέφτει», δεν κινητοποιεί πλέον τους ανθρώπους. Οι περισσότεροι αντιδρούν μόνο όταν η πίεση είναι αφόρητη – και ακόμη δεν είναι. Έτσι, τώρα στρέφω την ενέργειά μου αλλού. Αναρωτιέμαι: «Καθώς αυτό καταρρέει, τι θα χρειαστούμε στη συνέχεια;» Δεν προσπαθώ πια τόσο να πείσω περισσότερους να υιοθετήσουν αυτές τις πρακτικές – όσο χρήσιμες και αν παραμένουν. Πιστεύω ότι αντιμετωπίζουμε ένα κύμα μεγαλύτερο απ’ ό,τι αντέχουν οι πρωτοβουλίες μας αυτή τη στιγμή. Κάναμε πολύ καλή δουλειά, αλλά είμαστε μέσα σε ένα περίπλοκο σύστημα. Και αυτό δεν αρκεί για να αναχαιτίσουμε τις μεγαλύτερες παγκόσμιες τάσεις.
Ο.Λ: Πράγματι, παρ’ όλες αυτές τις προσπάθειες – δικές σας και άλλων – η δημοκρατία σήμερα φαίνεται πιο εύθραυστη από ποτέ, ειδικά στη χώρα σας. Με την επανεκλογή του Τραμπ και την εμβάθυνση της πόλωσης, πώς αντιλαμβάνεστε αυτή τη στιγμή; Γιατί πιστεύετε ότι αυτές οι πρωτοβουλίες δεν ήταν αρκετές;
J.B.: Νομίζω πως αυτές οι πρωτοβουλίες δεν ήταν αρκετές, γιατί είναι εξαιρετικά δύσκολο να αλλάξουν οι άνθρωποι νοοτροπία πριν τα πράγματα γίνουν τόσο άσχημα που δεν υπάρχει άλλη επιλογή… Είναι δύσκολο να συντονιστούμε και να δράσουμε διαφορετικά σε έναν κατακερματισμένο κόσμο, όπου όλοι είναι βυθισμένοι στις υποχρεώσεις τους. Λείπει ο χώρος, ο χρόνος για να πούμε: «Αυτό δεν λειτουργεί πια. Τι πρέπει να κάνουμε αντ’ αυτού;» Αυτό απαιτεί τεράστιο ηγετικό κεφάλαιο, και θάρρος να σταματήσουμε αυτό που παλιά θεωρούσαμε επιτυχημένο. Κι αυτό είναι τρομακτικό. Ζούμε, άλλωστε, σε έναν κόσμο εξαντλημένο από πανδημία, κλιματική κατάρρευση και άλλες κρίσεις. Αντιμετωπίζουμε μια πολυκρίση. Και είναι πολύ δύσκολο να πείσεις για αλλαγές, όταν όλοι αισθάνονται καταβεβλημένοι.
Οι μεγάλες αλλαγές χρειάζονται σταθερότητα. Κι αυτή τη στιγμή, βρισκόμαστε σ’ έναν φαύλο κύκλο αντίδρασης. Είναι ανθρώπινο. Γι’ αυτό κάνω ένα βήμα πίσω. Δεν θέλω να βουτήξω σε ένα ποτάμι γεμάτο ορμή και εμπόδια. Ίσως είναι καλύτερο να τρέξουμε μπροστά, να βρούμε ένα διαφορετικό ποτάμι. Γιατί τώρα, όλα είναι υπερβολικά. Υπάρχουν τόσοι πολλοί παράγοντες που επηρεάζουν – μακροοικονομικές τάσεις, τεχνολογία… Τα ΜΜΕ άργησαν να δουν και τις απειλές και τις ευκαιρίες της τεχνολογίας. Και τώρα η Τεχνητή Νοημοσύνη (AI) θα αλλάξει τα πάντα. Βρισκόμαστε, νομίζω, σε μια φάση συντήρησης των παραδοσιακών μοντέλων ενημέρωσης, και κάποιες αίθουσες σύνταξης ίσως αντέξουν. Αυτό που χρειαζόμαστε, όμως, είναι μαζικός πειραματισμός, βασισμένος σε γενναία χρηματοδότηση. Όχι μόνο από δισεκατομμυριούχους, αλλά και από δημόσιες πηγές, για να γίνουν τα μέσα πιο ανθεκτικά.
Αστειεύομαι με την ιδέα της «αθάνατης αίθουσας σύνταξης». Στην ουσία, δεν είναι η αίθουσα σύνταξης που έχει σημασία. Είναι το κοινοτικό δίκτυο ανθρώπων – των πηγών που εμπιστευόμαστε – οι οποίοι μπορούν να πουν: «Να τι συμβαίνει στο Χ, Υ, Ζ». Με λίγη οργάνωση, αυτό το δίκτυο μπορεί να επιβιώσει, και να κρατήσει τη δημοσιογραφία ζωντανή – ακριβώς επειδή είναι παντού.
Ο.Λ: Κοιτάζοντας το μέλλον, πώς θα ελπίζατε να είναι η δημοσιογραφία σε 10 ή 20 χρόνια; Ποιο είδος οικοσυστήματος μέσων ενημέρωσης θα μπορούσε να υποστηρίξει καλύτερα τη δημοκρατία, τη ζωή των πολιτών και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια;
J.B.: Αν το οικοσύστημα των ΜΜΕ ξεκινούσε με το ερώτημα: «Πώς μπορούμε να στηρίξουμε καλύτερα την ανθρώπινη ζωή, την αξιοπρέπεια και τις ευκαιρίες του πολίτη;», νομίζω πως θα ήμασταν σε πολύ καλύτερη θέση. Αν αυτή ήταν η κατευθυντήρια γραμμή – κι όχι το «πώς συνεχίζουμε να παράγουμε περιεχόμενο και να πληρωνόμαστε;» – όλα θα άλλαζαν… Όλα ξεκινούν από τις ερωτήσεις που θέτουμε. Αν οι αίθουσες σύνταξης ήταν ανοιχτές σε διαφορετικές απαντήσεις, θα έβλεπαν ότι η δημοσιογραφία δεν πρέπει να είναι απλώς μια γραμμή παραγωγής, αλλά στήριγμα για την κοινότητα.
Ελπίζω ότι στο μέλλον, η δημοσιογραφία θα πάψει να είναι μόνο ένας «κλάδος». Θα γίνει συνδετικός ιστός μέσα σε κάθε κοινότητα – κάτι στο οποίο μπορούν να συμμετέχουν όλοι. Ναι, θα υπάρχουν επαγγελματίες, με ειδικούς ρόλους. Αλλά στον πυρήνα της, η δημοσιογραφία οφείλει να είναι κοινωνικό/κοινοτικό έργο: να προέρχεται, να ανήκει, να κατευθύνεται και να στηρίζεται από την ίδια την κοινωνία/κοινότητα.
Ίσως είμαστε ακόμα μακριά, αλλά υπάρχουν φωτεινά παραδείγματα. Αν η δημοσιογραφία έθετε ως στόχο τη σύνδεση πρώτα, και μετά το περιεχόμενο, θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική. Αν η θεωρία της αλλαγής είναι μόνο να δημοσιεύεις περιεχόμενο και να περιμένεις οι δυσαρεστημένοι να κινητοποιηθούν μόνοι τους, αυτό δεν λειτουργεί. Σε τι χρησιμεύει η δημοσιογραφία, τελικά; Αν οι δημοσιογράφοι λένε ότι δεν υποστηρίζουν τίποτα, λένε ότι δεν θέλουν η δουλειά τους να έχει αντίκτυπο. Αν είναι έτσι, τότε γιατί τη κάνουμε;
Στο μέλλον, αν η δημοσιογραφία μπορεί να βοηθήσει τους ανθρώπους να κατανοούν καλύτερα ο ένας τον άλλον, να συνεργάζονται, να λύνουν από κοινού προβλήματα – αυτό θα είναι ένα πραγματικά αξιοσημείωτο επίτευγμα. Και έτσι θα στηρίζει την αξιοπρέπεια, τη δράση, την ελπίδα. Όλα όσα χρειάζεται μια κοινωνία για να γίνει καλύτερη.
Μέσα με αξία
Ο.Λ: Τι σας δίνει ελπίδα – ή τουλάχιστον κίνητρο – για να συνεχίσετε να κάνετε αυτή τη δουλειά, ακόμα κι όταν το τοπίο είναι τόσο δύσκολο;
J.B.: Νομίζω ότι έχουμε καθήκον να αφήσουμε κάτι χρήσιμο στις επόμενες γενιές. Γενιές που θα χρειαστεί να ζήσουν με τις συνέπειες τρομερών αποφάσεων – αποφάσεων που πάρθηκαν τα τελευταία 200 χρόνια, ή και πιο πρόσφατα, αλλά με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα… Εκείνη την εποχή, ίσως πίστευαν πως έπαιρναν σπουδαίες αποφάσεις. Αλλά τώρα βλέπουμε τι άφησαν πίσω.
Είναι ευθύνη μας να προσπαθήσουμε. Να πειραματιστούμε. Να δημιουργήσουμε κάτι που θα μπορούν οι νεότεροι να το δοκιμάσουν, να το εξελίξουν, να συνεργαστούν γύρω απ’ αυτό. Μέσα στη δυσαρέσκεια υπάρχει και ευκαιρία. Όταν όλοι λένε πως το παλιό δεν λειτουργεί πια, τότε όσοι έχουν όραμα, ιδέες, και το κουράγιο να τις υλοποιήσουν, έχουν μπροστά τους μια πραγματική δυνατότητα να δοκιμάσουν νέες προσεγγίσεις.
Γι’ αυτό, πιστεύω, υπάρχει χώρος για αληθινή αλλαγή – ακριβώς μέσα στη στιγμή της κατάρρευσης. Και μπορώ μόνο να ελπίζω ότι κάτι απ’ όλα αυτά θα αλλάξει τα πράγματα προς το καλύτερο.
Ο.Λ: Ποια είναι, από την εμπειρία σας, τα πιο ουσιαστικά βήματα που μπορούν να κάνουν δημοσιογράφοι, δημιουργοί περιεχομένου και κοινωνικοί επιχειρηματίες που θέλουν να αξιοποιήσουν την αφήγηση για καλό – για να ενημερώσουν, να ενδυναμώσουν; Και οι πολίτες; Πώς μπορούν να συμβάλλουν στη διαμόρφωση ενός υγιέστερου οικοσυστήματος πληροφόρησης; Τι θεωρείτε πως έχει μεγαλύτερη σημασία σε αυτή την κοινή προσπάθεια για επαναπροσδιορισμό της δημοσιογραφίας και της δημοκρατίας;
J.B.: Θα τους έλεγα: μείνετε συνδεδεμένοι με την ακεραιότητά σας. Αν κάτι μέσα σας λέει ότι αυτό δεν είναι σωστό – ακόμα κι αν μοιάζει ευκαιρία που δεν πρέπει να χαθεί – αναρωτηθείτε: «Θα κοιμάμαι καλύτερα το βράδυ αν το κάνω αυτό;» Αν η απάντηση είναι όχι, μην το κάνετε. Μην θυσιάσετε την ψυχική και πνευματική σας υγεία σας, ούτε τον εαυτό σας, για κάτι που δεν ευθυγραμμίζεται με τον κόσμο που θέλετε να χτίσετε.
Στο τέλος της ημέρας, η ανθρώπινη συμπεριφορά διαμορφώνει την πραγματικότητα. Όχι οι κανόνες ή οι οικονομίες – αλλά το τι αποδεχόμαστε ως σωστό. Αν έχετε όρια, κρατήστε τα. Ακόμα κι αν χάσετε ευκαιρίες, ακόμα κι αν κάποιος άλλος πετύχει με κάτι που εσείς απορρίψατε. Σημασία έχει να μπορείτε να ζείτε με τον εαυτό σας.
Υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που θέλουν να κάνουν τα πράγματα διαφορετικά. Βρείτε αυτούς με τους οποίους μοιράζεστε αρχές και αξίες. Μαζί μπορείτε να αρχίσετε να δημιουργείτε τους νέους κανόνες. Ένα πράγμα γνωρίζουμε: όλα αλλάζουν. Γι’ αυτό, μείνετε πιστοί στον πυρήνα σας.
Και για τους πολίτες – όποιοι κι αν είστε, εμπλακείτε όπως μπορείτε. Βρείτε τα μέσα που θεωρείτε πολύτιμα. Και επικοινωνήστε. Ένα απλό email: «εκτιμώ αυτό που κάνετε, συνεχίστε». Αν έχετε χρόνο ή δεξιότητες, προσφερθείτε: «χρειάζεστε βοήθεια;». Αν έχετε τη δυνατότητα, στηρίξτε οικονομικά τα μέσα που αξίζουν. Έτσι κρατιούνται ζωντανά.
Ξέρω ότι δεν έχουμε ακόμα αρκετές ευκαιρίες για τους πολίτες να συμμετάσχουν ουσιαστικά στα μέσα – αλλά οφείλουμε να τις δημιουργήσουμε. Και κάθε μικρό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση μετρά…
Και τώρα τι;
Καθώς ολοκληρώναμε τη συνομιλία μας, ζητήσαμε από την Jennifer Brandel να μοιραστεί τη σημερινή της σκέψη για τη Δημοκρατία – πέρα από τη δημοσιογραφία, πέρα από τις πρακτικές. Τι σημαίνει για εκείνη σήμερα, μετά από όσα έχει δοκιμάσει, μάθει, δει. Η απάντησή της δεν ήταν μόνο στοχαστική. Ήταν μια πρόσκληση μνήμης, επανασύνδεσης και βαθιάς επανεξέτασης…
Ο.Λ.: Μετά από όλα όσα προσπαθήσατε, μάθατε, βιώσατε – τι σημαίνει για εσάς η Δημοκρατία σήμερα; Έχει αλλάξει η αντίληψή σας όλα αυτά τα χρόνια; Και πιστεύετε ακόμη ότι μπορεί να ανανεωθεί – ή ακόμη και να επαναπροσδιοριστεί;
J.B.: Για μένα, στις ΗΠΑ, είναι δύσκολο να διαχωρίσω το σημερινό μοντέλο δημοκρατίας από το καταναλωτικό καπιταλιστικό σύστημα μέσα στο οποίο λειτουργεί. Είναι τόσο στενά δεμένα, που τα ίδια τα κίνητρα αυτών των συστημάτων καθιστούν αδύνατη τη δημοκρατία όπως την οραματίστηκαν οι αποικιοκράτες «ιδρυτές» της Αμερικής.
Δεν πιστεύω ότι ο απλός διαχωρισμός οικονομίας και διακυβέρνησης θα επιτρέψει σε μια πλουραλιστική δημοκρατία να υπάρξει. Αντίθετα, πρέπει να αναθεωρήσουμε όλη τη νοοτροπία και κοσμοθεωρία πάνω στην οποία χτίστηκαν – μια νοοτροπία εξαγωγής, κατάκτησης και αποκοπής του ανθρώπου από τη ζωή του πλανήτη.
Για ελπίδα και έμπνευση, στρέφομαι στις ιθαγενικές ρίζες της αμερικανικής δημοκρατίας – στα συστήματα διακυβέρνησης των φυλών που λειτουργούσαν για πάνω από χίλια χρόνια. Αυτή η μορφή δημοκρατίας λάμβανε υπόψη τα «δικαιώματα» της φύσης και αποσκοπούσε στην ειρήνη, στην κοινωνική και οικολογική ευημερία – όχι στη συσσώρευση δύναμης και πλούτου.
Πιστεύω λοιπόν ότι η δημοκρατία μπορεί να ανανεωθεί – αλλά αυτό απαιτεί πρώτα να θυμηθούμε τι υπήρχε εδώ πριν το 1776.
Και ίσως – όπως μας υπενθύμισε – μόνο μέσα από τη δύναμη της αγάπης μπορούμε να θυμηθούμε, να φανταστούμε και να επαναπροσδιορίσουμε…