Υπάρχουν στιγμές στην ιστορία όπου το πιο επαναστατικό πράγμα που μπορεί να κάνουμε –προσωπικά και συλλογικά– είναι να σταθούμε λίγο και να κοιτάξουμε βαθύτερα. Να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή. Να κοιτάξουμε το παρόν και το παρελθόν μας – όχι με νοσταλγία, αλλά με κριτικό βλέμμα. Να ενδοσκοπήσουμε όχι για να χαθούμε, αλλά για να επανατοποθετηθούμε.
Ζούμε ακριβώς σε μια τέτοια στιγμή. Oι ρυθμοί συνεχίζουν, αλλά ο προσανατολισμός έχει χαθεί. Oι θεσμοί, οι λέξεις, οι σχέσεις και οι αξίες μοιάζουν να εκτελούν κινήσεις κενές περιεχομένου. O δημόσιος λόγος έχει καταστεί διάλογος κωφών… H επιτάχυνση δεν σημαίνει εξέλιξη και οι αλλαγές δεν ισοδυναμούν με πρόοδο. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε μια συνειδητή στάση, μια παύση. Για να ελέγξουμε ξανά τα θεμέλια στα οποία στηρίζουμε τη ζωή μας και να αναρωτηθούμε αν αντέχουν το βάρος με το οποίο εμείς οι ίδιοι τα φορτώνουμε. Για να επανευθυγραμμιστούμε με όσα δίνουν νόημα στην ύπαρξη και στη συλλογικότητα: την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, την υπευθυνότητα.
Στις στιγμές αυτές, ο επαναπροσδιορισμός δεν είναι πολυτέλεια διανοουμένων, αλλά πράξη επιβίωσης. Η μόνη γέφυρα ανάμεσα στο παρόν και σε ένα μέλλον που αξίζει να οικοδομήσουμε, μια εσωτερική εργασία. Άσκηση θάρρους και αλήθειας, απόπειρα να ευθυγραμμιστούμε ξανά με τις πρώτες αρχές, με εκείνα τα νοήματα που έδωσαν και δίνουν υπόσταση στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στη ζωή όλων, στην ελπίδα.
Η λέξη «επαναπροσδιορισμός» προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα κατανόηση της υπάρχουσας κατάστασης, αναμέτρηση με τις παραδοχές μας. Μια προσπάθεια να δούμε εκ νέου τις σχέσεις, τους θεσμούς, τα εργαλεία και τις αφηγήσεις που μας επηρεάζουν. Δεν είναι επιστροφή σε παλιές βεβαιότητες. Είναι δημιουργία νέων ισορροπιών. Δεν είναι άρνηση του παρόντος, αλλά πρόταση για ένα μέλλον που αξίζει να ονειρευτούμε και να οικοδομήσουμε μαζί. Γιατί τελικά, η αληθινή σοφία δεν βρίσκεται στην προσκόλληση, αλλά στη δυνατότητα να αλλάζουμε, να επανευθυγραμμιζόμαστε και να πορευόμαστε με ελπίδα και ευθύνη.
«Το να αλλάζεις άποψη είναι ένδειξη σοφίας, όχι αδυναμίας»,
Πλούταρχος
Δεν επαναπροσδιορίζουμε για να απορρίψουμε χωρίς σκέψη. Επαναπροσδιορίζουμε για να αναζητήσουμε ξανά το ουσιώδες, να αποφύγουμε την παραίτηση από την ευθύνη μας ως άτομα και ως μέλη μιας κοινωνίας. Για να θυμηθούμε ότι ο κόσμος δεν αλλάζει από μόνος του – τον αλλάζουν όσοι αποφασίζουν να νοηματοδοτήσουν ξανά τις πράξεις τους.
Δεν είναι, βέβαια, μια εύκολη διαδικασία ο επαναπροσδιορισμός. Απαιτεί την ταπεινοφροσύνη να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας· την οξυδέρκεια να δούμε τα αδιέξοδά μας· το θάρρος να εγκαταλείψουμε δρόμους που αποδείχθηκαν στείροι, ακόμη κι αν επενδύσαμε σε αυτούς χρόνια και κόπο. Συνάμα είναι και μια διαδικασία δημιουργική, επιτρέποντάς μας να επανεφεύρουμε το νόημα των όρων που χρησιμοποιούμε, ξαναφέρνοντας στο προσκήνιο τη δύναμη της επιλογής, δίνοντας και πάλι περιεχόμενο στα λόγια, σκοπό στα έργα και υπόσταση στο κοινωνικό σύνολο.
Διότι, αν υπάρχει ένα αληθινό στοίχημα σήμερα, δεν είναι ποιος θα επικρατήσει, αλλά ποιος θα αντέξει να επιμένει στο ουσιώδες, ποιος θα συνεχίσει να οικοδομεί εκεί όπου άλλοι βολεύονται στο να αποδομούν, ποιος θα μπορεί να προφέρει τη λέξη «όραμα» χωρίς αμηχανία ή κυνισμό.
Επιλέξαμε τους «Επαναπροσδιορισμούς» ως θεματική αυτού του τεύχους, όχι για να επιδοθούμε σε μια άσκοπη αμφισβήτηση των πάντων. Νιώσαμε ότι για να πάμε ουσιαστικά μπροστά, πρέπει πρώτα να ξαναδούμε πού πατάμε. Οφείλουμε να ελέγχουμε αν οι έννοιες που χρησιμοποιούμε είναι ακόμη ζωντανές ή αν έχουν καταστεί άδεια κελύφη. Να αναρωτηθούμε, για παράδειγμα, αν η πολιτική εκφράζει την ανάγκη του κοινού καλού ή περιορίζεται στη διαχείριση συμφερόντων και συναισθημάτων. Αν η κοινωνική συνοχή θεμελιώνεται στην αυθεντική αλληλεγγύη ή εξαντλείται σε ευκαιριακές συμμαχίες. Αν η δημοσιογραφία επιτελεί τον ρόλο της ορθής και χρήσιμης διαφώτισης ή παγιδεύεται στη ροή της εντυπωσιοθηρίας και του κυνισμού. Αν η παιδεία εξακολουθεί να είναι άνοιγμα νου και ψυχής ή έχει υποταχθεί σε σκοπιμότητες και φόβους.
Το τεύχος αυτό είναι, λοιπόν, μια πρόταση στάσης απέναντι στον εαυτό μας, στην κοινότητα, στους άλλους. Είναι μια πρόσκληση σε εγρήγορση, σε αναστοχασμό, αλλά και σε πράξη. Σε προσωπική υπευθυνότητα και συλλογική δημιουργία. Μια προσπάθεια να ξαναδούμε τη δημοσιογραφία όχι ως περιγραφή του κόσμου, αλλά ως πρόσκληση για να τον ξανασκεφτούμε. Αν δεν επαναπροσδιορίσουμε, το παλιό –ακόμη και αν πεθάνει– θα επιστρέφει πάντα μεταμφιεσμένο…
Στην Εποικοδομητική Δημοσιογραφία, δεν αρκεί να περιγράψουμε το πρόβλημα. Ούτε να δικάσουμε τους υπαίτιους. Επιδιώκουμε να φωτίσουμε δυνατότητες, να αναδείξουμε επιλογές, να κάνουμε τον αναγνώστη συμμέτοχο στη σκέψη και στη δράση.
Οι επαναπροσδιορισμοί που προτείνουμε δεν είναι συνταγές. Είναι προτάσεις επανευθυγράμμισης: με αξίες, με σκοπό, με ευθύνη, υπενθύμιση ότι δεν είμαστε αδύναμοι θεατές, αλλά φορείς κατανόησης, κρίσης και συμμετοχής.
Η δική μας αποστολή δεν είναι να καταγράφουμε παθητικά όσα συμβαίνουν. Είναι να αναδεικνύουμε επιλογές εκεί όπου φαίνεται να υπάρχουν μόνο αδιέξοδα, να προτείνουμε εναλλακτικές προοπτικές εκεί όπου κυριαρχεί ο κυνισμός, να καλλιεργούμε ελπίδα – όχι ως αυταπάτη, αλλά ως πράξη κριτικής και υπεύθυνης φαντασίας.
Κάθε άρθρο που θα διαβάσετε επιχειρεί όχι μόνο να διαγνώσει, αλλά να αναρωτηθεί: «Και τώρα τι;». Και να προτείνει λύσεις για το άτομο και την κοινωνία. Όχι για να μελαγχολήσουμε με την πραγματικότητα, αλλά για να δείξουμε ότι υπάρχει επόμενη κίνηση. Όχι για να αγνοήσουμε τις δυσκολίες, αλλά για να αναζητήσουμε, μέσα στα ρήγματά τους, δυνατότητες νέας πορείας.
Μέσα από την αρθρογραφία, ερευνούμε, αναστοχαζόμαστε, φωτίζουμε δυνατότητες. Σκιαγραφούμε σημεία επανατοποθέτησης σε διάφορους τομείς της ζωής: στην εκπαίδευση, στην πολιτική πράξη, στη δημόσια σφαίρα, στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, στον ίδιο τον τρόπο που σκεφτόμαστε και πράττουμε. Αν υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής σε όλες τις κρίσεις που βιώνουμε, είναι η ανάγκη να ξαναβρούμε τη ρίζα, το κέντρο, τον προσανατολισμό μας. Και αυτός ο προσανατολισμός δεν επιβάλλεται απ’ έξω –γεννιέται μέσα από την εσωτερική και ομαδική εργασία επαναπροσδιορισμού.
Δεν αρκεί να περιμένουμε τις συνθήκες να αλλάξουν. Ούτε να ελπίζουμε ότι κάποιοι άλλοι θα φέρουν την αλλαγή που επιθυμούμε. Ο πραγματικός επαναπροσδιορισμός ξεκινά από την παραδοχή ότι έχουμε μερίδιο ευθύνης, ότι μπορούμε να επηρεάσουμε τη φορά των πραγμάτων, οι δε επιλογές μας χαράζουν, κάθε μέρα, τον κόσμο στον οποίο θα ζήσουμε.
Γράφουμε όχι για να ονειρευτούμε έναν κόσμο μαγικό, αλλά για να αρθρώσουμε τα οράματα που αντέχουν στη δοκιμασία της πραγματικότητας. Να μην παραδοθούμε στην κυνικότητα του «τίποτα δεν αλλάζει» και στην απελπισμένη παραίτηση του «όλα είναι μάταια». Να διακρίνουμε μέσα στη φθορά της εποχής τη δυνατότητα να ξαναχτίσουμε, έστω και λίγο-λίγο, έναν κόσμο αλήθειας, ελπίδας και δημιουργίας.
Είναι ώρα να πάψουμε να θεωρούμε το όραμα ουτοπία και να το δούμε ως ρεαλισμό με φαντασία.