Σε μια εποχή ταραχώδους πολιτικής, λαϊκισμού, διαιρέσεων, διχασμών –φαινομένων τύπου Τραμπ, Τζόνσον-Brexit, κ.ά.– καλλιέργειας έντονου φόβου και μίσους για τους «άλλους», η μελέτη του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο εγκέφαλος ανοίγει το δρόμο για μια νέα κατανόηση του εαυτού μας και των κοινωνιών μας.
Η μελέτη του νευρικού συστήματος (η αποκαλούμενη ως νευροεπιστήμη), τα τελευταία χρόνια, έχει αναδειχθεί σε μια νέα μορφή φιλοσοφίας, με συνέπειες πολύ πιο πέρα από τη φροντίδα υγείας.
Τα εργαλεία της νευροεπιστήμης και, ειδικά, η Λειτουργική Απεικόνιση Μαγνητικού Συντονισμού (ΛΑΜΣ), παρείχαν πρωτοφανή στοιχεία για την λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου σε πραγματικό χρόνο. Θέματα και συζητήσεις που, προηγουμένως, προορίζονταν για τη φιλοσοφία μπορούν, τώρα, να χαρτογραφηθούν με νευροχημικούς και νευροανατομικούς όρους.
Αρχίζουμε, πλέον, να κατανοούμε κάποιες πτυχές της ανθρώπινης συναισθηματικότητας -λήψη αποφάσεων, ηθική, τραύμα και το κίνητρο για πολιτική εξουσία- μέχρι το κυτταρικό επίπεδο, παρατηρώντας αλλαγές στη νευροχημεία, τις νευρικές οδούς και τις νευροανατομικές μεταμορφώσεις στον εγκέφαλο.
Πως ο φόβος, τα συναισθήματα και οι ιδεολογίες «διαπλέκονται» στον εγκέφαλο
Η Νευροεπιστήμη έχει προσφέρει κάποιους ισχυρισμούς, -βασιζόμενους σε αποδεικτικά στοιχεία-, οι οποίοι μπορεί να είναι δυσάρεστοι, επειδή αμφισβητούν τις αντιλήψεις μας περί ηθικής, ή καταρρίπτουν τον μύθο περί του «λογικού» εγκέφαλου μας.
Κριτικά, η Νευροεπιστήμη μας έχει διαφωτίσει για τη φυσικότητα των ανθρώπινων συναισθημάτων. Ο φόβος, ένα συναίσθημα που έχουμε κληρονομήσει από τους προγόνους μας, δεν είναι μια αφηρημένη ή άϋλη αίσθηση ενός επικείμενου κινδύνου. Εκφράζεται με νευροχημικούς όρους σε συγκεκριμένη ομάδα νευρώνων του εγκεφάλου μας, που ονομάζουμε αμυγδαλή (έχει σχήμα αμυγδάλου και βρίσκεται στο μέσο κροταφικό λοβό, εμπρός από τον ιππόκαμπο). Η αμυγδαλή έχει αποδειχθεί ότι είναι κρίσιμης σημασίας για την απόκτηση, αποθήκευση και έκφραση αντιδράσεων εξαρτωμένων από το φόβο. Ορισμένες περιοχές της αμυγδαλής υφίστανται πλαστικότητα -αλλαγές ως αντίδραση σε συναισθηματικά ερεθίσματα- προκαλώντας άλλες αντιδράσεις, συμπεριλαμβανομένων των ενδοκρινικών.
Ομοίως, ο τρόπος με τον οποίο οι εγκέφαλοί μας παράγουν ηθική συλλογιστική, και στη συνέχεια τη μεταφράζουν στο κοινωνικό πλαίσιο, μπορεί τώρα να μελετηθεί σε κάποιο βαθμό με νευροεπιστημονικούς όρους. Για παράδειγμα, ο ρόλος της σερετονίνης στη και την ηθική κρίση είναι τώρα καλά τεκμηριωμένος, με μια αποδεδειγμένα ισχυρή συσχέτιση των επιπέδων σεροτονίνης στον εγκέφαλο και της ηθικής κοινωνικής συμπεριφοράς.
Η προσπάθεια της Νευροεπιστήμης να περιγράψει την πολιτική συμπεριφορά
Τελευταία, η ανάλυση πολιτικής έχει στραφεί και στη νευροεπιστήμη. Για παράδειγμα, στις Αμερικάνικες εκλογές του 2016, ορισμένοι συσχετίζουν την ελκυστικότητα κάποιων υποψηφίων με τον αποκαλούμενο προγραμματισμό (hardwiring) στους εγκεφάλους μας και στις αρχέγονες ανάγκες του ανήκειν σε κάποια ομάδα, ενώ άλλοι έχουν διερευνήσει τις πληροφορίες από τις νευροεπιστήμες για το ρόλο των συναισθημάτων στη λήψη αποφάσεων (ερμηνείες του φαινομένου Τραμπ που αξίζει να διαβάσετε: Donald Trump‘s meteoric rise can be explained by 4 basic human instincts & Get Donald Trump out of my brain: The neuroscience that explains why he‘s running away with the GOP). Ομοίως, οι αντιλήψεις γύρω από το “Brexit” έχουν, επίσης, αναλυθεί με αναφορές από τη νευροεπιστήμη (A Neuroscience Perspective on Brexit).
Οι νευροεπιστήμονες μελετούν, επίσης, το πως οι πολιτικές ιδεολογίες αντιπροσωπεύονται στον εγκέφαλο. Η προκαταρκτική έρευνα υποδεικνύει ότι μία αυξημένη ποσότητα φαιάς ουσίας στον πρόσθιο φλοιό του προσαγωγίου (μέρους του εγκεφάλου που βρίσκεται στο μέσο τμήμα του φλοιού), μπορεί να συσχετιστεί με κλίσεις προς τον φιλελευθερισμό, ενώ αυξημένη ποσότητας φαιάς ουσίας στην αμυγδαλή φαίνεται να συνδέεται με συντηρητικές αξίες.
Φυσικά, αυτά τα πρώιμα ευρήματα, δεν προορίζονται να είναι αναγωγικά, ντετερμινιστικά ή να κάνουν πολιτικές κατηγοριοποιήσεις στη μία ή την άλλη ομάδα, ούτε είναι καθορισμένα. Αντίθετα, μπορούν να βοηθήσουν να εξηγήσουμε το βαθύ και επίμονο χάσμα που βλέπουμε στις κομματικές πολιτικές σε ολόκληρο τον κόσμο. Θα ήταν πολύτιμο να εξετάσουμε κατά πόσον αυτά τα προκαταρκτικά συμπεράσματα είναι προγενέστερα πολιτικών συνεταιρισμών ή συμβαίνουν ως αποτέλεσμα επανειλημμένης έκθεσης σε πολιτικά εμπνευσμένες κομματικές και συναισθηματικές συζητήσεις-αντιπαραθέσεις…
Η βάση δημιουργίας της «διχαστικής πολιτικής» στον ανθρώπινο νου
Η Νευροεπιστήμη μας προσφέρει κάποια χρήσιμα νέα στοιχεία. Βέβαια, ορισμένα ευρήματα της νευροεπιστήμης είναι ακόμη ακατέργαστα σε αυτό το στάδιο καθώς το συγκεκριμένο γνωστικό αντικείμενο και τα εργαλεία του εξελίσσονται. Ο ανθρώπινος εγκέφαλος -παρά τις τεράστιες επιστημονικές προόδους- παραμένει σε μεγάλο βαθμό άγνωστος. Έχουμε, ωστόσο, κάποια προκαταρκτικά συμπεράσματα για να αντλήσουμε. Η διχαστική πολιτική έχει λάβει κεντρική θέση και η νευροεπιστήμη μπορεί να ρίξει κάποιο φως στο πώς αυτό εκφράζεται στους εγκεφάλους μας.
Η λογική του «εμείς έναντι αυτών» καλλιεργεί το φόβο και το μίσος προς τις εκτός ημών ομάδες, που θεωρούνται διαφορετικές (εθνολογικά, ιδεολογικά, θρησκευτικά, κλπ), ενώ μαζί με τις μοχθηρές και τοξικές επιθέσεις σε βάρος τους αποτελούν μέρος μιας ανησυχητικής εικόνας αυξανόμενης εθνοτικής και φυλετικής εχθρότητας.
Ο φιλόσοφος Martin Buber εντόπισε δύο διαφορετικούς τρόπους συνύπαρξης των ανθρώπων ως κοινωνικών όντων: το Εγώ–Εσύ και το Εγώ–Αυτό. Το Εγώ-Αυτό σημαίνει την αντίληψη των άλλων ως αντικειμένων, ενώ το Εγώ-Εσύ αναφέρεται σε αντιλήψεις κατανόησης των άλλων ως υποκειμένων. Οι γνωστικοί νευροεπιστήμονες έχουν μελετήσει αυτή τη διάκριση με τις τεχνικές απεικόνισης του εγκεφάλου και τα ευρήματα – όπως ήταν αναμενόμενο- μας λένε πολλά για τον ολοένα και περισσότερο πολωμένο κόσμο μας σήμερα και για τους τρόπους με τους οποίους οι εγκέφαλοί μας επεξεργάζονται τη διάκριση μεταξύ ημών και των «άλλων».
Η επείγουσα ανάγκη να οχυρώνουμε τον εαυτό μας από «ξένους» ή «εισβολείς» βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο φόβο και τις πατρογονικές προδιαθέσεις, που αφορούν το ανήκειν σε μια φυλή, ομάδα ή οικογένεια ως ζωτικής σημασίας για την επιβίωση και την αναπαραγωγή. Τα νευροκυκλώματα για τη φυλετική συμπεριφορά έχουν μελετηθεί με μη επεμβατικές μεθόδους, αποκαλύπτοντας ότι η διάκριση μεταξύ «ημών» και «αυτών» συμβαίνει στον προμετωπιαίο φλοιό. Εκεί, συνήθως, διακρίνουμε κάποιον ως «ξένο» ή μέρος της «ομάδας μας» μέσα σε 170 χιλιοστά του δευτερολέπτου από τη στιγμή που τον βλέπουμε. Αυτή η στιγμιαία προκατάληψη συμβαίνει υποσυνείδητα και συνδέεται με έναν αρχέγονο προγραμματισμό.
Περαιτέρω έρευνα αποκάλυψε διακριτές διαφορές ενεργοποίησης στο διάμεσο προμετωπιαίο φλοιό (PFC) των συμμετεχόντων σε μια έρευνα, που είχαν κληθεί να προβούν σε συμπεράσματα για ανθρώπους παρόμοιους ή ανόμοιους πολιτικά. Τα αποτελέσματα έδειξαν διαφορετικές αντιδράσεις: όταν ζητήθηκε να κάνουν κρίσεις για παρόμοιους ανθρώπους, περιοχές του πρόδρομου προμετωπιαίου φλοιού (ventromedial PFC) έγιναν ενεργές και όταν τους ζητήθηκε να κάνουν κρίσεις για ανόμοιους, ενεργοποιήθηκαν οι περιοχές του μεσοραχιαίου (dorsomedial) PFC. Ουσιαστικά, κρίνουμε διαφορετικά τους ανθρώπους αναλόγως με το αν είναι γνωστοί σε εμάς ή όχι.
Ωστόσο, ενώ ο «προγραμματισμός» για τη δημιουργία μιας τέτοιας διάκρισης υπάρχει, αντιμετωπίζουμε μια πιο περίπλοκη εικόνα -σε αντίθεση με τους προϊστορικούς χρόνους, ο ορισμός του «εμείς» έναντι «αυτών» στις σύγχρονες κοινωνίες μας είναι πιο λεπτός και μεταβλητός. Οι «διχαστικοί» ηγέτες διαδραματίζουν, σήμερα, καίριο ρόλο στη χειραγώγηση αυτών των θεμελιωδών ανθρώπινων προδιαθέσεων και, πράγματι, τονίζουν και απελευθερώνουν τους φόβους μας, συχνά ακόμα και για τα πιο …φωτισμένα ή ενημερωμένα μέλη των κοινωνιών!
Τα εθνικιστικά συναισθήματα, που συχνά οξύνονται από τον λαϊκισμό, ευδοκιμούν με τις διακρίσεις τύπου «εμείς» έναντι «αυτών», καθώς ενισχύουν την αίσθηση του ανήκειν και της προσκόλλησης, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για όλους τους ενήλικες. Οι γνωστικές επιστήμες έχουν δείξει ότι προσκολλήσεις σε μεγαλύτερες ομάδες αποτελούν μέρος της φυσιολογικής διαδικασίας κοινωνικοποίησης της ενηλικίωσης, καθώς μεταβαίνουμε από το να είμαστε εγωκεντρικοί σε κοινωνικοκεντρικοί -δηλαδή, στην επίγνωση της ύπαρξής μας σε μεγαλύτερες συνθέσεις/ ομαδοποιήσεις (Nationalism, Patriotism, and Group Loyalty: A Social Psychological Perspective). Παραδόξως, ο εθνικισμός -είτε είναι πολιτικός ή εθνικός είτε συνδυασμός αυτών των δύο- μπορεί να είναι εξαιρετικά ενωτικός μεταξύ γενών, τάξης ή ακόμη και πολιτικών/κομματικών γραμμών, ενώ, την ίδια ακριβώς στιγμή, προσδιορίζει την διαχωριστική γραμμή, σύμφωνα με την ιδέα της εθνικής ενότητας.
Οι δείκτες των διακρίσεων και οι βάσεις της εξτρεμιστικής ιδεολογίας
Αυτή η προδιάθεση μεροληψίας και ευνοιοκρατίας υπέρ της ομάδας που ανήκουμε «εμείς» και υποτίμησης αυτών που δεν ανήκουν στην ίδια ομάδα (των «άλλων») αξιοποιείται βολικά από τους λαϊκιστές ηγέτες, οι οποίοι μετατρέπουν το «έθνος», ή το «κόμμα», σε δείκτη διάκρισης μεταξύ των ανθρώπων. Αυτή η διάκριση στη συνέχεια πηγαίνει βαθύτερα και αντανακλάται, επίσης, στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύεται η ενσυναίσθηση μας. Τα πειράματα ΛΑΜΣ έχουν δείξει ότι η στάση μας απέναντι σε εκείνους που αντιλαμβανόμαστε ως εξωτερικές ομάδες επηρεάζονται από τους λεγόμενους «κατοπτρικούς νευρώνες» (συνήθως, υπεύθυνους για μιμητισμό και ενσυναίσθηση), οι οποίοι είναι «απενεργοποιημένοι», οδηγώντας μας να αντισταθούμε στις συναισθηματικές διασυνδέσεις.
Σε ακραίες μορφές, τέτοιες διαιρέσεις μπορούν να οδηγήσουν σε πιο βαθιές αλλαγές στη γνωστική και συναισθηματική κατάσταση ενός ατόμου. Η προσκόλληση σε εξτρεμιστικές ιδεολογίες, καθώς και το ερώτημα των νευρολογικών και νευροανατομικών μετασχηματισμών πίσω από την «πλύση εγκεφάλου», έχει προβληματίσει τους νευροεπιστήμονες για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ορισμένες από τις αρχικές ενδείξεις δείχνουν ότι ο εξτρεμισμός συνδέεται με αυξημένο άγχος, αλλά αυτό σίγουρα δεν είναι μια συνολικά επεξηγηματική προϋπόθεση. Η διάκριση «εμείς» έναντι «αυτών» διαδραματίζει σημαντικό ρόλο, δημιουργώντας βαθύτατη αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της «ομάδας». Μελέτες στην εξελικτική νευροβιολογία υποδηλώνουν ότι αυτές οι συμμαχίες είναι τόσο εδραιωμένες, ώστε τα άτομα θα μπορούσαν να θυσιάσουν τους εαυτούς τους για να βοηθήσουν στην εξασφάλιση της ευημερίας των ομάδων τους. (Neurobiological & Cognitive Science Insights on Radicalization and Mobilization to Violence). Πολλές θεωρίες παραμένουν προς επαλήθευση για τα επόμενα χρόνια, αλλά είναι αναμφισβήτητο ότι ο ρόλος του περιβάλλοντος (συμπεριλαμβανομένων της αλλοτρίωσης, προσβολών, μοιρολατρισμού, ταπεινώσεων, άγνοιας, απόρριψης του άλλου, χειραγώγησης, κλπ.) είναι υψίστης σημασίας για τη διαμόρφωση των εννοιών του «εαυτού» και των «άλλων».
Αυτό έχει παρατηρηθεί επίσης στην έρευνα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η φυλετική προκατάληψη λειτουργεί στον εγκέφαλο, ο οποίος είναι ιδιαίτερα εύπλαστος. Ένα κύμα νευρο-μελετών επί των φυλετικών αντιλήψεων ξεκίνησε στη δεκαετία του 1990 στις ΗΠΑ. Αυτές οι μελέτες -αδιανόητες μέχρι τότε- μας βοηθούν να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε προβλήματα μεροληψιών, προκαταλήψεων και εν γένει αρνητικών διαθέσεων. Η αμυγδαλή, κρίσιμη για τη συναισθηματική μάθηση, είναι η περιοχή του εγκεφάλου που έχει αναφερθεί, πιο συχνά, σε μελέτες σχετικά με τις φυλετικές διαθέσεις. Αυτή είναι η ίδια υποφλοιώδης δομή, που αντιδρά σε γρήγορη ασυνείδητη αξιολόγηση των απειλών.
Στις ΗΠΑ και αλλού, πολλοί ισχυρίζονται ότι οι φυλετικές διακρίσεις έχουν μειωθεί λόγω των κοινωνικών κανόνων ισονομίας. Αυτή η υπόθεση, ωστόσο, έρχεται σε αντίθετη με την αφθονία των αποδεικτικών στοιχείων, που δείχνουν ότι οι προκαταλήψεις συνεχίζονται…
Οι διακρίσεις εξακολουθούν να υφίστανται, αλλά ο εγκέφαλός μας δεν μας καταδικάζει να είμαστε προκατειλημμένοι…
Η εκτεταμένη απεικόνιση του εγκεφάλου έδειξε πως αναπτύσσονται αρνητικές διαθέσεις στους ασυνείδητους νευρικούς μηχανισμούς του εγκεφάλου, αλλά αυτές οι αρνητικές διαθέσεις δεν είναι σταθερές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μια μελέτη έδειξε ότι η ενεργοποίηση της αμυγδαλής για τα μαύρα πρόσωπα ήταν μεγαλύτερη από τα λευκά πρόσωπα όταν τα πρόσωπα παρουσιάστηκαν στους συμμετέχοντες για μόνο 30 χιλιοστά του δευτερολέπτου (ms), πράγμα που υποδηλώνει αυτόματες συναισθηματικές αντιδράσεις. Ωστόσο, όταν τα ίδια πρόσωπα παρουσιάστηκαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (525 ms), η διαφορά δραστηριότητας δεν ήταν στην αμυγδαλή, αλλά σε περιοχές του PFC και του πρόσθιου προσαγωγίου -περιοχών που σχετίζονται, επίσης, με την αναστολή και τον έλεγχο.
Η ενεργοποίηση σε αυτές τις περιοχές δείχνει μεγαλύτερες προσπάθειες να επεξεργαστούν αντανακλαστικά τις πληροφορίες, να ελέγξουν τις ανεπιθύμητες προκαταλήψεις και να τις αντιμετωπίσουν με πεποιθήσεις και κανόνες ισονομίας. Η γρήγορη ενεργοποίηση της αρνητικής προκατάληψης στην κατάσταση των 30 ms, σε αντίθεση με αυτήν των 525 ms, ήταν ενδεικτική του γεγονότος ότι οι εκ προκαταλήψεως αντιδράσεις πολύ συχνά θα συμβούν, όταν υπάρχει γνωστική υπερφόρτωση ή όταν οι αντανακλαστικές διεργασίες δεν συμπλέκονται καλά.
Οι αρχέγονοι εγκέφαλοι μας δεν χρειάζεται να μας κρατούν πίσω
Ενώ ο ανθρώπινος εγκέφαλος παρουσιάζει αρχέγονες προδιαθέσεις, που έρχονται μέσω χιλιετιών εξέλιξης, είναι επίσης απίστευτα εύπλαστος και σφυρηλατήσιμος. Αντί να ζωγραφίζουμε μια ζοφερή εικόνα, θα πρέπει να σκεφτούμε τη νευροεπιστήμη ως ένα γνωστικό αντικείμενο, που μπορεί να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τα εμπόδια στις κοινωνίες μας.Η Νευροεπιστήμη προσφέρει ακόμα και στις προσπάθειες οικοδόμησης ειρήνης καθώς μελετά και ανακαλύπτει τι παρακινεί τους ανθρώπους να ενστερνιστούν την ειρήνη αντί για τον πόλεμο (Ερευνητική ομάδα της Οξφόρδης: What Does Neuroscience Have to Offer Peacebuilders). Με βάση αποτελέσματα ερευνών όπως αυτές, δημιουργούνται χώροι (όπως το Neuroscience and Peacebuilding Initiative) όπου οι νευροεπιστήμονες και οι «ειρηνευτές» μπορούν να συνδεθούν και να εξερευνήσουν ιδέες και πληροφορίες αιχμής, και στη συνέχεια να τις μετατρέψουν σε πρακτικά εργαλεία για κοινωνίες που πλήττονται από συγκρούσεις.
Μια σημαντική μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό Nature σχετικά με τη νευροεπιστήμη των φυλετικών συμπεριφορών διαπίστωσε, επίσης, ότι αλλάζοντας το πλαίσιο των διαφυλετικών αλληλεπιδράσεων ήταν κρίσιμο για την αλλαγή των αντιδράσεων του εγκεφάλου. Παρόμοια συμπεράσματα μπορούν να συναχθούν σχετικά με τη διχαστική πολιτική εν γένει. Η νευροεπιστήμη μας προειδοποιεί για τις ενστικτώδεις προκαταλήψεις μας, προσφέροντάς μας την ευκαιρία να τις διορθώσουμε. Είναι κρίσιμο να μην υποκύπτουμε σε διχαστικές ομιλίες και λαϊκιστές ηγέτες.
Εδώ, η νευροεπιστήμη παρέχει περαιτέρω καθοδήγηση, διασαφηνίζοντας πως να ξεφύγουμε από την παγίδα των διχαστικών πολιτικών, που ουσιαστικά βασίζονται στις «προγραμματισμένες» προδιαθέσεις μας. Με βάση τις πληροφορίες της νευροεπιστήμης, περιγράφουμε την ανθρώπινη φύση ως συναισθηματική, χωρίς συνείδηση ηθικής και εγωιστική. Οι άνθρωποι γεννιούνται ως ένας άγραφος πίνακας με προδιαθέσεις, χωρίς έμφυτες αντιλήψεις για το καλό ή το κακό, μόνο με μια κληρονομική προτίμηση για επιβίωση. Επιπροσθέτως, η νευροεπιστήμη έχει αποδείξει ότι η συναισθηματικότητα διαδραματίζει ένα κεντρικό ρόλο στη λήψη αποφάσεων και ότι η ηθική μας πυξίδα είναι εύπλαστη, καθοριζόμενη σε μεγάλο βαθμό από τις συνθήκες. Ως εκ τούτου, εκτός από ένα βασικό σύνολο ενστίκτων, κατά τα άλλα είμαστε «σμιλεμένοι» από τις εμπειρίες και το περιβάλλον μας.
Ο άνθρωπος τότε μόνο θα γίνει καλύτερος, όταν του δείξεις ποιος είναι.
Αντόν Τσέχωφ
Επίσης, μέρος του προγραμματισμού μας αποτελεί αυτό που έχει ονομαστεί ως “Neuro P5” (Power, Profit, Pleasure, Pride and Permanency): Δύναμη, Κέρδος, Ευχαρίστηση, Υπερηφάνεια και Μονιμότητα. Αυτά τα ισχυρά ανθρώπινα κίνητρα μπορούν να μας οδηγήσουν σε υπερβολές και σε μια αναζήτηση ικανοποίησης ακόμη και όταν τέτοιες προσπάθειες δεν είναι ηθικές. Μας δίνονται, παράλληλα, περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις διχαστικές πολιτικές και τη σύνδεσή τους με την πολιτική εξουσία. Μελέτες επί της «νευροχημείας της εξουσίας» έχουν βρει ότι η δύναμη/εξουσία, ως ευχαρίστηση, βασίζεται στο ίδιο κύκλωμα νευρικής ανταμοιβής, οδηγώντας σε μια αύξηση του επιπέδου της ντοπαμίνης και σε ένα επακόλουθο κίνητρο επιδίωξης περισσότερης εξουσίας. Η εξουσία, με λίγα λόγια, είναι εθιστική και ακόμη περισσότερο στα αυταρχικά καθεστώτα, όπου υπάρχουν ελάχιστοι θεσμικοί μηχανισμοί για την αποτροπή καταχρήσεων. Ο συγκεκριμένος νευρικός μηχανισμός σχετίζεται, επίσης, με τη μανιακή συμπεριφορά, την παράνοια και τις υπερβολικές αυτο-αντιλήψεις. Στην προσπάθειά τους να διατηρήσουν την εξουσία με κάθε κόστος, κάποιοι ηγέτες θα μπορούσαν να καταφύγουν σε κάθε μέσο, επικαλούμενοι πραγματικούς ή φανταστικούς εχθρούς και προάγοντας διχασμούς χωρίς να δίνουν σημασία για τις συνέπειες.
Οι διχαστικοί ηγέτες υπερτονίζουν τις διαφορές μας, αλλά μιλούν ελάχιστα για τους κινδύνους του απομονωτισμού. Ωστόσο, μόνο μέσω της αλληλεπίδρασης και των αμοιβαίων συναλλαγών μπορούμε να δημιουργήσουμε μια ισχυρή και υγιή κουλτούρα. Οι κοινωνίες που παραμένουν απομονωμένες και δεν είναι σε θέση να προσαρμοστούν, στο τέλος, αποδυναμώνονται…
Είναι αποδεδειγμένο ότι η χρηστή διακυβέρνηση διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην εξάλειψη του κακοήθους αποτελέσματος της διχαστικής πολιτικής.Ακόμη, όπως δείχνει η έρευνα, η εκπαίδευση, υπόλογοι θεσμοί, υπεύθυνες προεκλογικές εκστρατείες και μια πιο ευαίσθητη βιομηχανία ενημέρωσης και ψυχαγωγίας συμβάλλουν καθοριστικά στην αντιμετώπιση των διχαστικών προκλήσεων οποιασδήποτε μορφής. Όλα όσα μόλις αναφέρθηκαν, μαζί και η συμπεριφορά μας προς τους «άλλους» με αξιοπρέπεια, είναι σημαντικοί παράγοντες για τη μείωση των προκαταλήψεων, αυξάνοντας την έκθεση και την ανοχή, προκειμένου οι κοινωνίες να παραμένουν προοδευτικές, ειρηνικές, ανεκτικές.
Τα παραπάνω συνεπάγονται, βεβαίως, ότι οι ανεκτικοί άνθρωποι εκφράζουν την γνώμη τους δυνατά και συχνά για να βεβαιωθούν ότι ο χώρος των ραδιοτηλεοπτικών και κοινωνικών μέσων ενημέρωσης δεν διατηρείται ως επί το πλείστον διχαστικός. Το τελευταίο πρέπει να θεωρείται στοιχείο λογοδοσίας, ηθικά και νομικά, αν είναι απαραίτητο, για χάρη της ειρήνης και ασφάλειας. Αυτό πρέπει να συμβαίνει, ενώ διακρίνουμε την ιερότητα του «ελεύθερου λόγου» από την επικίνδυνη «ρητορική μίσους». Η ευθύνη για το συγκεκριμένο είναι συλλογική και πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπόψη και με αποφασιστικότητα από τις κυβερνήσεις και την κοινωνία των πολιτών, καθώς είναι ιδιαίτερα σημαντικό για την καταπολέμηση των φόβων ενός αβέβαιου, αλληλένδετου και παγκοσμιοποιημένου κόσμου.
Οι άνθρωποι, τελικά, εφευρίσκουν το «Εμείς» και «Αυτοί» οπουδήποτε κι αν κοιτάζουν. Είτε είναι βάσει φύλου, φυλής, εθνότητας, τάξης, ηλικίας, θρησκείας, χρώματος μαλλιών… -δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο να μην κάνουμε διάκριση και το κάνουμε μέσα σε μόλις ένα εικοστό του δευτερολέπτου από τη ώρα που βλέπουμε κάποιον. Σκεφτόμαστε: Είναι «δικός μας» ή όχι;
Το αρνητικό σε αυτό το προγραμματισμένο αντανακλαστικό σκέψης έχει ταυτόχρονα και ένα άλλο χαρακτηριστικό: είναι απίστευτα εύκολο να το χειραγωγήσεις! Για παράδειγμα, μια φυλετική προκατάληψη, όπως λέει η έρευνα, μπορεί να τροποποιηθεί με κάτι τόσο απλό όσο η τοποθέτηση ενός καπέλου με το λογότυπο της αγαπημένης μας αθλητικής ομάδας στο κεφάλι κάποιου. Μπορούμε να ανατρέψουμε τις πιο πρωτόγονες αντιδράσεις του εγκεφάλου μας με αυτό τον τρόπο, αλλά, όπως δείχνει η ιστορία, μπορούν επίσης να μπουν στο κεφάλι μας άλλοι άνθρωποι και να χειραγωγήσουν το «Εμείς έναντι Αυτών» αντανακλαστικό μας προς τραγικά και καταστροφικά αποτελέσματα…
Προς αυτήν την κατεύθυνση έρχεται να λειτουργήσει υποβοηθητικά η Εποικοδομητική Δημοσιογραφία, με προβολή δεδομένων τα οποία εξηγούν στους πολίτες ότι αυτά που τους ενώνουν είναι πολύ πιο σημαντικά από αυτά που τους χωρίζουν. Αν ενημερωνόμαστε σωστά θα βγούμε, τελικά, ωφελημένοι…