author-image-116 Ομάδα του Ορθού Λόγου
atc-portal

atc-portal

Όλοι έχουμε κάτι να πούμε για το «Κράτος». Άλλοι το βλέπουν ως αναγκαίο κακό, άλλοι ως εχθρό της ελευθερίας, άλλοι ως προστάτη των αδυνάτων ή εγγυητή της κοινωνικής συνοχής. Το βέβαιο είναι πως σε πολλές χώρες — και σίγουρα στην Ελλάδα — δύσκολα θα βρεθεί πολίτης που να το εμπιστεύεται. Η καθημερινότητά μας είναι γεμάτη από μικρά και μεγάλα παραδείγματα δημόσιας δυσλειτουργίας — από καθυστερήσεις και γραφειοκρατία έως παλινωδίες πολιτικών, κακοσχεδιασμένες μεταρρυθμίσεις και θεσμική υποκρισία.
Κι όμως, όσο μιλάμε για το κράτος ως πρόβλημα, αποφεύγουμε να το συζητήσουμε ως μηχανισμό. Δηλαδή, ως ένα σύνολο θεσμών και διαδικασιών που θα μπορούσαν — έστω θεωρητικά — να λειτουργούν προς όφελος όλων. Δεν αναρωτιόμαστε: Πώς θα μπορούσε το κράτος να λειτουργεί σωστά; Τι σημαίνει μία εύρυθμη δημόσια διοίκηση; Αρκούμαστε στο να καταγγέλλουμε το σύστημα, να το φοβόμαστε ή να το παρακάμπτουμε, χωρίς να εστιάζουμε στο ερώτημα της λειτουργικότητας. Εντούτοις, εκεί βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος — και της λύσης.
Δεν αρκεί να υπάρχει κράτος· πρέπει και να παράγει πολιτικές με σκοπό, να εφαρμόζονται με συνέπεια, να αξιοποιούνται οι πόροι με σύνεση, να υπηρετείται ο πολίτης με διαφάνεια και σεβασμό. Δηλαδή, να είναι αποτελεσματικό και αποδοτικό. Ο συνδυασμός αυτός μοιάζει αυτονόητος — αλλά, στην πράξη σπανίζει. Συνήθως, στις μέρες μας, δεν έχει σημασία αν κάτι πέτυχε, αλλά αν εξαγγέλθηκε. Η «πρόθεση» αρκεί για να παρουσιαστεί ως πολιτικό έργο και η εξουσία μετατρέπεται σε διαχείριση εντυπώσεων αντί για ευθύνη αποτελέσματος. Έτσι, αντί να αξιολογείται η υλοποίηση, επιβραβεύεται το αφήγημα — και η πολιτική σκηνή γίνεται πεδίο παρουσίασης, όχι μηχανισμός ευθύνης.
Αν, λοιπόν, θέλουμε ένα κράτος που δεν θα προκαλεί αγανάκτηση, απογοήτευση ή φόβο, αλλά θα γεννά εμπιστοσύνη, ασφάλεια και αίσθημα δικαιοσύνης, πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τι σημαίνουν αυτές οι δύο λέξεις – «αποτελεσματικότητα» και «αποδοτικότητα» – και πώς μπορούμε να τις απαιτήσουμε από ένα σύστημα που έχει μάθει να λειτουργεί χωρίς καμία από τις δύο.

Πότε λειτουργεί σωστά ένα κράτος;

Πριν συζητήσουμε αν μπορεί να είναι ταυτόχρονα αποτελεσματικό και αποδοτικό, οφείλουμε να απαντήσουμε σε κάτι που, συνήθως, παρεξηγείται: τι είναι, τελικά, το «κράτος»; Είναι κάτι έξω από εμάς ή κάτι που κατά ένα μέρος είμαστε κι εμείς; Είναι ένας μηχανισμός ή μια σχέση; Μια διαχειριστική δομή ή αντανάκλαση του συλλογικού μας εαυτού;
Δεν πρόκειται για μια αφηρημένη κατασκευή υπεράνω των πολιτών. Ούτε ταυτίζεται με την εκάστοτε κυβέρνηση, τους δημόσιους υπαλλήλους, τα υπουργεία ή τη νομοθεσία. Είναι ένα σύνθετο σύστημα, εξουσίας, ευθύνης και προσδοκίας, το οποίο συγκροτείται και διατηρείται από θεσμούς, κανόνες, συμπεριφορές, αντιλήψεις, και —ναι— από όλους εμάς που είτε το υπηρετούμε, το ανεχόμαστε ή το παραβλέπουμε. Είναι ο τρόπος με τον οποίο οργανώνουμε την κοινή μας ζωή· το πλαίσιο μέσα στο οποίο ζούμε, διαφωνούμε, συμφωνούμε και συμπορευόμαστε. Το κράτος είναι ταυτόχρονα δομή και σχέση: συνδυάζει το θεσμικό με το κοινωνικό, το διοικητικό με το αξιακό. Υπάρχει για να διαχειρίζεται το συλλογικό καλό, να προστατεύει όσους έχουν ανάγκη, να απονέμει δικαιοσύνη, να διασφαλίζει τη συνοχή και την ειρήνη — και να κάνει όλα αυτά με τρόπο σταθερό, θεσμικά δίκαιο και κοινωνικά αξιόπιστο.

Άρα, όταν λέμε ότι θέλουμε ένα κράτος που «λειτουργεί», δεν εννοούμε μόνο ότι παρέχει υπηρεσίες ή εκτελεί εντολές. Εννοούμε ότι εκπληρώνει τον λόγο ύπαρξής του. Ότι επιτυγχάνει όσα έχει αναλάβει να υπηρετεί — και με τρόπο που σέβεται τον πολίτη, τον χρόνο του, τη νοημοσύνη του και τα χρήματα που του εμπιστεύεται.

Εδώ ακριβώς, εισέρχονται οι δύο λέξεις-κλειδιά: αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα.

Ένα κράτος είναι αποτελεσματικό όταν επιτυγχάνει τους στόχους του: όταν, για παράδειγμα, η εκπαιδευτική του πολιτική βελτιώνει τη μάθηση· όταν η υγειονομική του στρατηγική προστατεύει τη δημόσια υγεία· όταν η φορολογική του πολιτική μειώνει τις ανισότητες χωρίς να σκοτώνει την παραγωγή· όταν οι νόμοι του εφαρμόζονται και απονέμουν ουσιαστική δικαιοσύνη.

Είναι αποδοτικό όταν επιτυγχάνει αυτούς τους στόχους με ορθολογική χρήση πόρων: με λιγότερη σπατάλη, λιγότερη γραφειοκρατία, λιγότερο κόπο και χρόνο για τον πολίτη· με καλύτερη οργάνωση, επαγγελματισμό και τεχνογνωσία· με υπηρεσίες που λειτουργούν χωρίς την ανάγκη «μέσου».

Όμως, ένα κράτος μπορεί να είναι:
– Αποτελεσματικό αλλά όχι αποδοτικό: να καταφέρνει τελικά να λύσει ένα πρόβλημα, αλλά με υπερβολικό κόστος, αδικαιολόγητες καθυστερήσεις, ή αδιαφανείς μεθόδους.
– Αποδοτικό αλλά όχι αποτελεσματικό: να φαίνεται άρτια οργανωμένο, αλλά να εφαρμόζει πολιτικές χωρίς κοινωνικό όφελος ή με προσανατολισμό σε εσφαλμένους στόχους.
Η αποτελεσματικότητα αφορά το τι κάνεις. Η αποδοτικότητα αφορά το πώς το κάνεις.
Το ζητούμενο, φυσικά, είναι και τα δύο. Αλλά, για να γίνουν πραγματικότητα, πρέπει να επιδιώκονται με συνέπεια – και να ενσωματώνονται έμπρακτα σε κάθε επίπεδο. Και αυτό δεν είναι ούτε τεχνικό ούτε ιδεολογικό· είναι βαθιά πολιτικό και πολιτισμικό.

Το ζητούμενο και οι προϋποθέσεις

Το να συνδυάζει ένας δημόσιος μηχανισμός την αποτελεσματικότητα με την αποδοτικότητα ακούγεται εύλογο — σχεδόν αυτονόητο. Στην εφαρμογή του, ωστόσο, αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσεπίτευκτο. Όχι επειδή είναι ανέφικτο, αλλά επειδή προϋποθέτει δομές, επιλογές και κυρίως κουλτούρα που δεν θεωρούνται δεδομένα. Η συνύπαρξη των δύο δεν επιτυγχάνεται με εξαγγελίες ή θεσμικά διαγράμματα· απαιτεί συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που αφορούν τόσο τη διοικητική αρχιτεκτονική όσο και τον τρόπο με τον οποίο νοείται η πολιτική και η ευθύνη.
Η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι ο συνδυασμός είναι εφικτός — αλλά χρειάζεται σταθερές βάσεις και διαρκή εγρήγορση. Όπου επιτεύχθηκε, δεν οφειλόταν σε πιο ικανούς πολίτες ή ευφυέστερες ηγεσίες, αλλά στη συγκρότηση θεσμών που ενίσχυαν τη λογοδοσία, τον επαγγελματισμό και τη συνέχεια της διοίκησης πέρα από τις εναλλαγές εξουσίας.
Αν θέλουμε κάτι ανάλογο, οφείλουμε να ξεκινήσουμε από τα βασικά: τι απαιτείται για να λειτουργεί σωστά. Και αυτά που απαιτούνται δεν είναι ούτε «κρυφά» ούτε απρόσιτα. Είναι γνωστά σε όλους — αρκεί να τα εννοούμε πραγματικά.

1. Καθορισμός στόχων και προτεραιοτήτων: Το πρώτο βήμα για να υπάρξει αποτελεσματικότητα είναι η ξεκάθαρη στόχευση. Χωρίς κατεύθυνση, δεν υπάρχει αποτέλεσμα· μόνο διαχείριση του παρόντος. Όταν οι προτεραιότητες αλλάζουν με κάθε κυβερνητική εναλλαγή, όταν οι πολιτικές διαμορφώνονται χωρίς μετρήσιμους στόχους, όταν οι νόμοι εφαρμόζονται χωρίς πρόβλεψη για την αξιολόγηση της επίδρασής τους, τότε η διοίκηση παραμένει στάσιμη — ή διολισθαίνει σε φαύλους κύκλους.
Ο καθορισμός στόχων δεν είναι θεωρητική άσκηση. Είναι προϋπόθεση δημοκρατικής σοβαρότητας. Αν δεν συμφωνούμε σε κάποια ελάχιστα κοινά, τότε κάθε πολιτική μετατρέπεται σε εργαλείο εντυπώσεων, όχι κοινωνικού μετασχηματισμού.
Αποτελεσματικότητα χωρίς σαφή στόχο, δεν υπάρχει. Ούτε εμπιστοσύνη μπορεί να χτιστεί πάνω σε προχειρότητες.

2. Αξιολόγηση και λογοδοσία: Καμία δημόσια λειτουργία δεν μπορεί να σταθεί χωρίς έλεγχο και λογοδοσία. Αν δεν αξιολογείται, δεν βελτιώνεται. Κι αν δεν λογοδοτεί, δεν νομιμοποιείται. Η αποδοτικότητα προϋποθέτει ένα σύστημα που μετρά τι γίνεται, πώς γίνεται και με ποιο αντίκτυπο. Όχι για να επιβάλει τιμωρίες, αλλά για να εντοπίζει πού υπάρχει αδράνεια, πού επαναλαμβάνονται σφάλματα, πού απαιτείται διόρθωση ή στήριξη.
Η αξιολόγηση δεν είναι απειλή για τον δημόσιο τομέα. Είναι ο μόνος τρόπος να αναγνωρίζεται η ευθύνη, να επιβραβεύεται η προσπάθεια και να αντιμετωπίζεται η ανεπάρκεια. Δεν είναι τυχαίο ότι συναντά αντιστάσεις — όχι μόνο από εργαζόμενους που τη φοβούνται, αλλά και από πολιτικές παρατάξεις που προτιμούν το αδιαφανές: γιατί εκεί κανείς δεν ευθύνεται προσωπικά και όλοι μπορούν να «επικοινωνήσουν» κάτι…
Όταν απουσιάζει η αξιολόγηση και η λογοδοσία, η δημόσια διοίκηση διολισθαίνει σε μηχανισμούς που λειτουργούν για να διατηρούνται — όχι για να προσφέρουν.

3. Επαγγελματισμός αντί πελατειακού ελέγχου: Αν θέλουμε κράτος που να λειτουργεί, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με όρους πολιτικής εύνοιας. Η στελέχωση του Δημοσίου — σε όλες τις βαθμίδες — πρέπει να βασίζεται σε ικανότητα, εμπειρία, διαφάνεια και θεσμική ανεξαρτησία. Όχι στο ποιος είναι «δικός μας» ή στο ποιος «δεν θα μας δημιουργήσει πρόβλημα».
Ο επαγγελματισμός στη δημόσια διοίκηση δεν είναι πολυτέλεια· είναι όρος λειτουργικότητας. Δεν γίνεται να αλλάζει η ηγεσία ενός υπουργείου και να ακολουθούν δεκάδες αλλαγές σε θέσεις-κλειδιά. Δεν γίνεται οι μόνιμοι υπάλληλοι να παραμένουν στάσιμοι επειδή δεν «βολεύει» να προχωρήσουν οι αξιολογήσεις. Δεν γίνεται οι άξιοι να θυσιάζονται στη βολή των μετρίων.
Ένα κράτος που εξαρτά την απόδοσή του από τις κομματικές ισορροπίες δεν μπορεί να είναι ούτε αποτελεσματικό ούτε αποδοτικό. Γιατί η αξιοκρατία δεν είναι πολιτικό αίτημα· είναι τεχνική προϋπόθεση λειτουργίας.

4. Ψηφιακός μετασχηματισμός με ουσία, όχι βιτρίνα: Η τεχνολογία από μόνη της δεν συνιστά μεταρρύθμιση. Είναι εργαλείο — χρήσιμο, αλλά όχι επαρκές. Το gov.gr, για παράδειγμα, αποτέλεσε σημαντική πρόοδο· όμως πίσω από κάθε ψηφιακή διεπαφή οφείλει να υπάρχει μια πραγματικά λειτουργική υπηρεσία. Αν το σύστημα κλείνει ραντεβού αλλά κανείς δεν απαντά· αν τα έντυπα γίνονται pdf αλλά οι διαδικασίες παραμένουν το ίδιο δυσνόητες και περίπλοκες· αν ψηφιοποιούμε την ακαταστασία χωρίς να την απλοποιούμε, τότε η τεχνολογική πρόοδος μετατρέπεται σε καμουφλάζ του αναχρονισμού.
Η ψηφιακή δημόσια διοίκηση δεν είναι, απλώς, μια τεχνολογική επιλογή. Είναι θεσμική δέσμευση. Προϋποθέτει συνεχή απλοποίηση των διαδικασιών, διαλειτουργικότητα των συστημάτων, επαρκή εκπαίδευση των στελεχών και κουλτούρα εξυπηρέτησης. Διαφορετικά, ο πολίτης δεν εξυπηρετείται καλύτερα — απλώς, διανύει την ίδια διαδρομή πιο γρήγορα προς το ίδιο αδιέξοδο.
Η τεχνολογία μπορεί να ενισχύσει και την αποδοτικότητα και την αποτελεσματικότητα — αλλά, μόνο όταν μεταβάλει τον τρόπο λειτουργίας του δημόσιου μηχανισμού, όχι όταν συγκαλύπτει τις παθογένειες κάτω από την επιφάνεια μιας εφαρμογής.

5. Σταθερότητα και συνέχεια πέρα από κυβερνήσεις: Όταν η στρατηγική αλλάζει με κάθε εκλογικό κύκλο, όταν οι νόμοι ξαναγράφονται από την αρχή αντί να βελτιώνονται, όταν καταργείται ό,τι δεν φέρει την υπογραφή των επόμενων, τότε η διοίκηση αποσταθεροποιείται και η εμπιστοσύνη των πολιτών διαβρώνεται. Κανένα σύστημα δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά αν το θεσμικό του υπόβαθρο παραμένει ρευστό και εφήμερο.
Η σταθερότητα δεν σημαίνει ακινησία. Σημαίνει θεσμική μνήμη, συνέχεια, και δυνατότητα ανανέωσης χωρίς εκτροχιασμό. Σημαίνει πως ο δημόσιος μηχανισμός λειτουργεί με βάση έναν εθνικό προσανατολισμό, όχι κάθε φορά από μηδενική βάση.
Η συνέχεια των πολιτικών δεν συνεπάγεται πολιτική ομοιομορφία. Αντιθέτως, επιτρέπει τη διαδοχική βελτίωση, την αξιολόγηση της επίδρασης, τις διορθώσεις όπου χρειάζονται. Η επιμονή, ο αναστοχασμός και η προσαρμογή είναι στοιχεία κάθε σοβαρής μεταρρυθμιστικής διαδικασίας — όχι το γκρέμισμα.
Η διοίκηση δεν μπορεί να είναι κάθε φορά μια νέα αρχή. Οφείλει να είναι μια συνεχής πορεία προς το καλύτερο.

Καλά παραδείγματα

Η λειτουργία ενός δημόσιου συστήματος με συνοχή, συνέχεια και θεσμική αποτελεσματικότητα δεν είναι αφηρημένο ζητούμενο. Υπάρχει, εφαρμόζεται και παράγει αποτελέσματα. Σε διάφορα σημεία του κόσμου, διαφορετικά μοντέλα έχουν δείξει ότι η διοικητική αποδοτικότητα, η πολιτική συνέπεια και η εμπιστοσύνη των πολιτών μπορούν να συνυπάρχουν — υπό προϋποθέσεις. Δεν πρόκειται για «συνταγές» προς αντιγραφή, αλλά για παραδείγματα που φωτίζουν τον δρόμο: με θεσμούς, όχι με προσδοκίες· με σχέδιο, όχι με προσχήματα.
Παρακάτω, μερικές χαρακτηριστικές περιπτώσεις που δείχνουν ότι αυτός ο συνδυασμός είναι εφικτός — όταν υποστηρίζεται από αντίστοιχη διοικητική κουλτούρα, πολιτική βούληση και θεσμική συγκρότηση.

• Σκανδιναβικά κράτη
Χώρες όπως η Φιλανδία, η Σουηδία, η Νορβηγία, η Δανία, έχουν πετύχει ένα ιδιότυπο «τρίγωνο»: ισχυρούς θεσμούς κοινωνικής προστασίας, αποτελεσματική διοίκηση και υψηλά επίπεδα εμπιστοσύνης των πολιτών.
Η κοινωνική συνοχή δεν υπονομεύει την παραγωγικότητα· αντίθετα, την ενισχύει μέσω σταθερότητας, διαφάνειας και αμοιβαίας ευθύνης.
Επενδύουν σε υψηλής ποιότητας υπηρεσίες — από την Παιδεία και την Υγεία μέχρι την πρόνοια και τις υποδομές — χωρίς να παραγνωρίζουν την ανάγκη για αξιολόγηση, διαφάνεια και επαγγελματισμό.
Η εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους θεσμούς δεν είναι δεδομένη· είναι αποτέλεσμα σταθερής συνέπειας μεταξύ λόγων και πράξεων.

• Σιγκαπούρη
Προσφέρει ένα διαφορετικό υπόδειγμα: έναν τεχνοκρατικό πειθαρχημένο μηχανισμό με εστίαση στην επιτελική λειτουργία του κράτους, τη μετρήσιμη απόδοση και τη λογοδοσία – ακόμη και στο επίπεδο των υπουργών. Η επιτυχία της δεν στηρίζεται μόνο στην αυστηρή διοίκηση και την μηδενική ανοχή σε διαφθορά, αλλά και στην ενιαία στρατηγική που ακολουθείται σταθερά μέσα στον χρόνο. Παρότι κινείται σε πιο συγκεντρωτικά πρότυπα, αποτελεί επιτυχημένο μοντέλο θεσμικής λειτουργικότητας με στόχευση και αποδοτικότητα.

• Εσθονία
Η χώρα που ηγήθηκε του ψηφιακού μετασχηματισμού ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Με ριζικό επανασχεδιασμό των δημόσιων υπηρεσιών και πρωτοφανή διαφάνεια, η Εσθονία μετέτρεψε το κράτος σε ψηφιακή πλατφόρμα εξυπηρέτησης. Δεν ψηφιοποίησε απλώς τη γραφειοκρατία· την επανεφηύρε με κριτήρια απλότητας, προσβασιμότητας και εμπιστοσύνης.

• Καναδάς
Χώρα με παράδοση στη θεσμική ανεξαρτησία και σε κουλτούρα πολιτικού σεβασμού προς τη δημόσια διοίκηση. Έχει επενδύσει στην ανοιχτή διακυβέρνηση, τη διαφάνεια των δεδομένων και τη συμμετοχική χάραξη πολιτικής. Ο δημόσιος τομέας τους στηρίζεται στην αξιοκρατία και τη διαρκή βελτίωση. Η αξιολόγηση είναι ενσωματωμένη στον κύκλο διαμόρφωσης και εφαρμογής πολιτικών, ενώ οι μεταρρυθμίσεις αντιμετωπίζονται όχι ως ρήξη, αλλά ως στοχευμένη προσαρμογή.

Καμία από τις παραπάνω χώρες δεν έφτασε εκεί συμπτωματικά. Χρειάστηκε χρόνος, πολιτική βούληση, κοινωνικές συγκλίσεις και —κυρίως— ένα κοινό όραμα για το τι σημαίνει δημόσιο συμφέρον και πώς αυτό υπηρετείται θεσμικά. Δεν αρκεί να τις θαυμάζουμε· χρειάζεται να μελετούμε πώς τα κατάφεραν — και να επιλέγουμε με σοβαρότητα ό,τι μπορεί να προσαρμοστεί στις δικές μας συνθήκες.

Η Ελλάδα ανάμεσα σε πρόοδο και υστέρηση

Η χώρα μας βρίσκεται σε ένα μεταβατικό στάδιο. Τα τελευταία χρόνια, έχουν σημειωθεί βήματα στη βελτίωση της αποδοτικότητας της δημόσιας διοίκησης, κυρίως μέσω του ψηφιακού μετασχηματισμού και της απλοποίησης ορισμένων διαδικασιών. Οι ηλεκτρονικές υπηρεσίες προς τον πολίτη αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα: απέδειξαν ότι όταν συνδυάζονται πολιτική βούληση με τεχνικό σχεδιασμό, μπορούν να γίνουν άλματα.

Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα των δημόσιων πολιτικών παραμένει ζητούμενο. Οι παθογένειες είναι γνωστές — και επίμονες:
• η εναλλαγή στρατηγικών ανάλογα με την κυβέρνηση·
• οι πολιτικές χωρίς μετρήσιμους στόχους και μηχανισμούς αποτίμησης·
• η εργαλειοποίηση του κρατικού μηχανισμού με όρους κομματικού ελέγχου.

Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η έννοια του «επιτελικού κράτους», η οποία εισήχθη για να περιγράψει ένα πιο συντονισμένο, στρατηγικά προσανατολισμένο και αξιολογήσιμο μοντέλο διακυβέρνησης. Ως θεωρητική σύλληψη, έχει σημαντική αξία: μετατοπίζει το βάρος από τη διαχείριση στην τεκμηριωμένη χάραξη πολιτικής, με σαφείς στόχους και ευθύνη αποτελέσματος. Στην πράξη, ωστόσο, η εφαρμογή της στην Ελλάδα υπήρξε ατελής: περιορίστηκε στη συγκέντρωση εξουσιών χωρίς παράλληλη θωράκιση θεσμικών αντιβάρων· συχνά, λειτούργησε περισσότερο ως μηχανισμός πολιτικού ελέγχου παρά ως θεσμικό εργαλείο διασφάλισης αξιοκρατίας, διαφάνειας και συνέπειας.

Την ευθύνη γι’ αυτή την αποδυνάμωση δεν φέρει μόνο η εκτελεστική εξουσία. Σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, τα οποία, αντί να ασκούν κριτική επί της ουσίας και να επιδιώκουν τη θεσμική αναβάθμιση, επιλέγουν μια ισοπεδωτική ρητορική που αποδομεί κάθε έννοια αξιολόγησης ή μεταρρυθμιστικής προσπάθειας – είτε για λόγους ιδεολογικής εμμονής είτε για λόγους μικροπολιτικού ανταγωνισμού. Έτσι, όχι μόνο δεν πιέζουν για καλύτερη εφαρμογή του επιτελικού μοντέλου, αλλά συμβάλλουν —συνειδητά ή ασυνείδητα— στην υπονόμευσή ενός αναγκαίου θεσμικού μετασχηματισμού.

Η Ελλάδα δεν βρίσκεται πια στο σημείο μηδέν. Αλλά χωρίς ποιοτικό βάθος, θεσμική συνέχεια και διοικητική αξιοπιστία, η πρόοδος κινδυνεύει να είναι εφήμερη. Αυτό που λείπει δεν είναι μόνο οι πόροι — είναι η συγκρότηση ενός κοινού πλαισίου στόχων και ευθυνών: τι θέλουμε να πετύχει ο δημόσιος τομέας, πώς το μετράμε και ποιος λογοδοτεί για το αποτέλεσμα.

Η πιο δύσκολη μεταρρύθμιση

Το κράτος δεν αλλάζει μόνο με νομοσχέδια και εξαγγελίες. Αλλάζει όταν αλλάξει η νοοτροπία εκείνων που το συναπαρτίζουν και το υπηρετούν –  δηλαδή όλων μας…

Η πιο δύσκολη μεταρρύθμιση δεν είναι η οργανωτική· είναι η πολιτισμική: το πέρασμα από τη λογική του «βολέματος» στη λογική της ευθύνης, από το προσωποπαγές στο θεσμικό, από τον συγκαλυμμένο αυταρχισμό στη συνειδητή διαφάνεια.

Όσο κι αν βελτιώνονται οι τεχνολογίες, οι δομές και τα «εργαλεία», τίποτα δεν αποδίδει αν παραμένει αναλλοίωτη η εσωτερική στάση απέναντι στη δημόσια υπηρεσία. Αν ο πολίτης συνεχίζει να αντιμετωπίζεται ως «πελάτης» ή ως «αίτημα», και όχι ως συνιδιοκτήτης του δημόσιου αγαθού, κάθε βελτίωση μένει επιφανειακή. Και αν ο ίδιος ο πολίτης συνεχίζει να λειτουργεί παθητικά ή ιδιοτελώς, χωρίς αίσθηση ευθύνης για το συλλογικό συμφέρον, τότε και η πιο καλοσχεδιασμένη διοίκηση θα αποτυγχάνει στη δοκιμασία της εμπιστοσύνης.

Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη μεταρρύθμιση: δεν είναι κατεδάφιση, ούτε «επανεκκίνηση». Είναι αλλαγή προσανατολισμού: να δούμε τη διοίκηση όχι ως πεδίο ελέγχου ή ισχύος, αλλά ως μηχανισμό κοινής ωφέλειας, με συνέχεια, επαγγελματισμό και ηθικό πυρήνα.

Και τώρα τι;

Η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα δεν είναι, απλώς, τεχνικά ζητούμενα· είναι δείκτες πολιτικής ωριμότητας. Δεν αρκεί να δηλώνουμε τι θέλουμε από το κράτος· πρέπει να αποφασίσουμε πώς το οικοδομούμε. Με ποιες αρχές, ποια εργαλεία, ποιες ευθύνες — και για ποιους.

Αν θέλουμε έναν δημόσιο τομέα που να στέκεται στο ύψος της κοινωνίας, χρειαζόμαστε πρώτα μια κοινωνία που να απαιτεί από τον εαυτό της περισσότερα. Όχι για να τιμωρεί, αλλά για να οικοδομεί. Όχι για να γκρεμίζει το παλιό, αλλά για να διαμορφώνει κάτι βιώσιμο — και δίκαιο — για το μέλλον.

Η αλλαγή δεν θα έρθει από κάποια μελλοντική κυβέρνηση ή έναν νέο νόμο. Θα έρθει όταν συγκροτηθεί κοινός τόπος στόχων και αξιών. Όταν πάψουμε να θεωρούμε τη δημόσια διοίκηση προέκταση της εξουσίας και την αντιμετωπίσουμε ως συνέχεια της κοινωνίας. Με επαγγελματισμό, λογοδοσία, ήθος και συλλογική βούληση.

Όσο κι αν ονειρευόμαστε ένα καλύτερο κράτος, τίποτα δεν μεταβάλλεται αν δεν αλλάξει και η στάση μας απέναντί του: από τη γκρίνια στη συμμετοχή, από την ιδιοτέλεια στη συνύπαρξη, από την απάθεια στην ευθύνη. Γιατί το «δημόσιο» δεν καθρεφτίζει μόνο τους θεσμούς — καθρεφτίζει εμάς.

Εγγραφείτε και μιλήστε!

Με την εγγραφή σας μπορείτε να συμμετάσχετε στην κουβέντα για το άρθρο, να μιλήσετε στους συντάκτες μας και να συμβάλλετε εποικοδομητικά στα άρθρα μας.

Μπορείτε να συνεχίσετε την ανάγνωση του άρθρου πατώντας εδώ, αλλά...

... είναι μόνο χάρη των μελών/συνδρομητών που μας στηρίζουν που μπορούμε να έχουμε άρθρα.

Εάν μια εποικοδομητική δημοσιογραφία, που δεν εξαρτάται από διαφημίσεις, είναι κάτι που θέλετε να υποστηρίξετε γίνετε μέλος σήμερα.

Περιεχόμενα Τεύχους

Τεύχος 65

Ιούλιος-Αύγουστος 2025

Μετάβαση στο περιεχόμενο