«Η ελληνική πολιτική και πολιτισμική σφαίρα, χωρίζεται σε δύο κύρια ‘στρατόπεδα’: Τους φιλοευρωπαίους εκσυγχρονιστές και τους αντιευρωπαϊστές που πρόσκεινται θετικά στην έννοια της Παράδοσης», επισήμαινε σε επιστημονικό πόνημα του, πριν από περίπου τριάντα χρόνια ο σπουδαίος πανεπιστημιακός Νικηφόρος Διαμαντούρος, υποστηρίζοντας ότι οι προαναφερθείσες «αντίπαλες» πολιτισμικές παραδόσεις διακρίνονται από τη «διαπεραστική φύση τους», δηλαδή «από την ικανότητα τους να διατρέχουν, σχεδόν οριζόντια, θεσμούς, κοινωνικές τάξεις, κοινωνικά στρώματα και πολιτικά κόμματα».
Έρευνες της διαΝΕΟσις για το 2016, και του World Value Survey το 2018, επιβεβαίωσαν ότι η θεωρία του «πολιτισμικού δυϊσμού» του κ. Διαμαντούρου παραμένει επίκαιρη ως προς την ερμηνεία και την ανάλυση των στοιχείων εκείνων που συναπαρτίζουν την ελληνική κοινωνία των τελευταίων ετών.
Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες, όπως φαίνεται στον παρακάτω χάρτη, το 2014, βρίσκονταν ακριβώς στο «σημείο μηδέν», αναφορικά με την πίστη τους σε παραδοσιακές και κοσμικές αξίες, στο ίδιο επίπεδο με άλλες βαλκανικές χώρες, δίνοντας, όμως, πολύ μεγαλύτερη σημασία στην «ελευθερία έκφρασης», σε σχέση με άλλα γειτονικά κράτη, με αποτέλεσμα, η Ελλάδα να βρίσκεται πιο κοντά στα «ευρωπαϊκά στάνταρντ», στο συγκεκριμένο πεδίο.
Διάγραμμα 1
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το παραπάνω γράφημα, εάν συγκριθεί με το που βρισκόταν η χώρα μας το 2004 (Διάγραμμα 2) και το 2020 (Διάγραμμα 3, δείτε στο πλαίσιο “Orthodox Europe”):
Διάγραμμα 3
«Η μεταβολή των ελληνικών νοοτροπιών προς κατεύθυνση που μπορεί να χαρακτηριστεί σύγχρονη, δεν φαίνεται να είναι κάτι το τετελεσμένο. Σε αρκετά ζητήματα, εμφανίζονται αξιολογικές κρίσεις που στέκονται πιο κοντά σ’ αυτό που μπορεί να προσδιοριστεί παραδοσιακό παρά στο νεωτερικό. Όμως, ακόμα και όταν η αποδοχή της παραδοσιακής διάστασης εμφανίζεται ισχυρή, δεν παύει, επίσης, να ενυπάρχει ένα ενισχυμένο στοιχείο αμφισβήτησης της παραδοσιακής ορθότητας, αλλά και προσέλκυσης από νεωτερικές αντιλήψεις», αναφέρει σε σχετική ανάλυση του ο Σωκράτης Κονιόρδος καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου.
Οι έννοιες «παραδοσιακό» και «νεωτερικό», αν και αφηρημένες, συσχετίζονται και με το διαχρονικό ερώτημα για το «πού ανήκει» η Ελλάδα: Ανήκομεν εις την Δύσιν του «εκσυγχρονισμού» και του «φιλελευθερισμού»;
Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με έρευνα επίσης της διαΝΕΟσις, τον Φεβρουάριο του 2022, αν και η αποτίμηση της συμμετοχής της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ιδιαίτερα θετική (64%), «το αντιευρωπαϊκό ρεύμα, αν και μειοψηφικό, παραμένει συμπαγές».
Συμπαγές παραμένει και το αντιαμερικανικό ρεύμα. Συγκεκριμένα, ακόμη και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία η οποία επέφερε σημαντική μείωση των θετικών στάσεων για τους Ρώσους, η προαναφερθείσα έρευνα, έδειξε πως Έλληνες/Ελληνίδες αξιολογούν, σχεδόν, το ίδιο θετικά τους Ρώσους (48,7%) και τους Αμερικανούς (49,3%), ενώ, περίπου 1 στους 5 Έλληνες και Ελληνίδες εκφράζει θετική άποψη για τον Βλάντιμιρ Πούτιν.
Ο «πολιτισμικός δυϊσμός» και το «πολιτισμικό ρήγμα» ανάμεσα σε νεωτερικότητα και παράδοση στη σύγχρονη ελληνική ιστορία
Σαφώς, το «γνῶθι σαὐτόν» της ελληνικής κοινωνίας δεν δύναται να υπάρξει, δίχως την πολύτιμη συμβολή της ιστορικής γνώσης για το «γίγνεσθαι» της Ελλάδας από το 1821 και έπειτα.
– Από την Επανάσταση του ‘21 στην Οθωνική περίοδο
«Παρατηρούμε ότι, ξεκινώντας από το 1821, έχουμε μια σύγκρουση ανάμεσα σε όσους επιθυμούσαν να γίνει η ‘Ελλάδα’ (ένας όρος που τότε ήταν μια, μάλλον, αφηρημένη ιδέα) μια ευνομούμενη (δηλαδή: δυτικού τύπου) χώρα, με σύνταγμα, συγκεντρωτική διοίκηση και διαπνεόμενη από ένα εθνικό αίσθημα, και στις προεπαναστατικές ελίτ που ήθελαν απλά να φύγουν οι Οθωμανοί, αλλά να παραμείνει, σχεδόν αναλλοίωτο, το οθωμανικό σύστημα εξουσίας, στο οποίο και ήταν απόλυτα ενταγμένοι και από το οποίο αντλούσαν την πολιτική και οικονομική τους δύναμη. Η σύγκρουση αυτή ασφαλώς και αποτελεί την σημαντικότερη διάσταση (πέρα από την εθνικοαπελευθερωτική) της Ελληνικής Επανάστασης, καθώς η έκβασή της καθόρισε όχι μόνο την φυσιογνωμία της ελληνικής πολιτείας αλλά και την μετέπειτα ιστορική πορεία της. Ωστόσο, τα στρατόπεδα αυτά, παρότι υπαρκτά, δεν ήταν ομοιογενή αλλά ούτε και στεγανοποιημένα: ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, για παράδειγμα, μια εμβληματική μορφή του ελληνικού εκδυτικισμού, συνήψε συμμαχίες και με εκπροσώπους της παραδοσιακής ελίτ (προύχοντες και κλεφταρματολούς) προκειμένου να εδραιώσει την τοπική βάση της πολιτικής του εξουσίας στην δυτική Ρούμελη», μας λέει, στον Ορθό Λόγο, ο Δημήτρης Λυβάνιος, επίκουρος καθηγητής Νεότερης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας και προσθέτει:
«Ξεκινώντας, λοιπόν, από το 1821, θα πρέπει να τονιστεί ο θρησκευτικός παράγοντας και η σκλήρυνση της θέσης του Οικουμενικού Πατριαρχείου έναντι των δυτικών επαναστατικών επιρροών, του εθνικισμού και της ρήξης με την οθωμανική νομιμότητα. Το ιστορικό βάθος του θρησκευτικού (δηλαδή: Ορθόδοξου) αντιδυτικισμού είναι, βέβαια, μεγάλο και ξεκινάει από το σχίσμα των εκκλησιών, τον 11ο αιώνα, και συνεχίζεται, αν και με αυξομειούμενη ένταση, μέχρι και τις μέρες μας. Το ρεύμα αυτό ενισχύεται από (και είναι απόλυτα συνδεδεμένο με) την παραδοσιακή ρωσοφιλία, η οποία με τη σειρά της τρεφόταν από τις προφητείες της τουρκοκρατίας για το ‘ξανθό γένος’ που θα μας λυτρώσει από τους Οθωμανούς και από την αίσθηση ότι η τσαρική Ρωσία θα γίνει ο σημαντικότερος σύμμαχος του ελληνικού κράτους, μια πολιτική που θα εκφραστεί από το ‘Ρωσικό’ κόμμα. Αντίπαλες προσεγγίσεις θα εκφραστούν, από το ‘Γαλλικό’ και το ‘Αγγλικό’ κόμμα. Κατά την Επανάσταση του 1821, φιλελεύθεροι λόγιοι (κυρίως ετερόχθονες και δυτικοσπουδασμένοι) θα φέρουν δυτικούς πολιτικούς θεσμούς και θα συναντήσουν την αντίθεση της προνεοτερικής προυχοντικής ελίτ που είχε ως βασικό μέλημα την διατήρηση στη νέα κατάσταση της ηγεμονικής προεπαναστατικής της θέσης. Στη συνέχεια, κατά την Οθωνική περίοδο, ο ελληνικός αντιδυτικισμός θα εκφραστεί σε λαϊκό επίπεδο και με το κίνημα του Παπουλάκου, ένα μείγμα λαϊκής θρησκευτικότητας, αντιοθωνισμού, αντιδυτικισμού και φιλορωσισμού, το οποίο εγγράφεται και στην ευρύτερη αντίδραση μιας μεγάλης μερίδας της ελληνικής κοινωνίας προς τη νεοτερικότητα».
– Η Τρικουπική παράταξη, ο Εθνικός Διχασμός και η εμφάνιση του ΚΚΕ
«Προς τα τέλη του 19ου αιώνα, οι φιλοδυτικές δυνάμεις θα στοιχηθούν πίσω από την Τρικουπική παράταξη, η οποία και θα έχει την στήριξη μιας εντόπιας αναδυόμενης αστικής τάξης αλλά και του ομογενειακού κεφαλαίου, ενώ στο γύρισμα του αιώνα, αντιδυτικές δυνάμεις θα πλαισιώσουν την κίνηση του ‘ελληνοοθωμανισμού’, ο οποίος θα απορρίψει την επιλογή της ενσωμάτωσης στο ελληνικό κράτος των ελληνικών πληθυσμών της οθωμανικής αυτοκρατορίας, προς όφελος μιας ελληνο-τουρκικής ‘συγκυβέρνησης’ της αυτοκρατορίας, η οποία θα κατέληγε στην πλήρη ελληνική κυριαρχία. Επιπλέον, στην περίοδο αυτή θα πυκνώσουν και οι φωνές που διεκτραγωδούν την άλωση του νεοελληνικού πνεύματος και της τέχνης του από τη Δύση, καταδικάζουν την ‘ξενομανία’ των Ελλήνων λογοτεχνών και στηλιτεύουν τη ‘δουλική’ εισαγωγή στην Ελλάδα δυτικών πολιτιστικών προτύπων. Στο πρόσωπο του Ελευθερίου Βενιζέλου, η πολιτική επιλογή της πρόσδεσης στο άρμα της Βρετανίας και ο αστικός εκσυγχρονισμός θα βρουν την πλέον εμβληματική τους έκφραση. Ο Εθνικός Διχασμός (1915-1917) έχει και αυτός μια διάσταση σύγκρουσης της παράδοσης με τον εκσυγχρονισμό, καθώς, σε γενικές γραμμές, το Βενιζελικό στρατόπεδο θα συγκεντρώσει τα εξωστρεφή εκείνα τμήματα της αστικής τάξης που δεν θίγονταν από τις Βενιζελικές μεταρρυθμίσεις, ενώ αγροτικά και μικροαστικά στρώματα θα στραφούν στο αντίπαλο δέος που εκφράζει ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Η εμφάνιση του ΚΚΕ στο μεσοπόλεμο θα δώσει στον Ελληνικό πολιτικό αντιδυτικισμό έναν ακόμη σύμμαχο, καθώς το νεοπαγές κόμμα θα ενταχθεί στην Κομμουνιστική Διεθνή, και ουσιαστικά θα ακολουθήσει τις πολιτικές επιλογές της Σοβιετικής Ένωσης. Στην περίπτωση αυτή, η ελληνική ρωσοφιλία θα αλλάξει πρόσωπο: δεν θα εδράζεται πλέον στη λαϊκή θρησκευτικότητα και στην αντίδραση στη νεοτερικότητα αλλά στην πρόσδεση στη ‘μεγάλη σοσιαλιστική πατρίδα’», σημειώνει ο καθηγητής.
– Η μεταπολεμική περίοδος, η Χούντα, η Μεταπολίτευση και ο σημαντικότατος ρόλος του Κυπριακού
«Κατά τη μεταπολεμική περίοδο υπήρξαν ενδιαφέρουσες εξελίξεις και μετατοπίσεις: η κομμουνιστική αριστερά θα εξακολουθήσει να θεωρεί τη Δύση (και ιδιαίτερα τη Βρετανία και τις ΗΠΑ) ως πηγή του ιμπεριαλισμού και υπεύθυνη για την ήττα του Ελληνικού εμφυλίου αλλά η εμφάνιση του Κυπριακού θα προκαλέσει την εμφάνιση ενός ισχυρότατου αντιδυτικού και αντιαμερικανικού κινήματος και στους κόλπους της ελληνικής Δεξιάς… Παράλληλα, στην πρώιμη μεταπολίτευση ένα μικρό τμήμα της ελληνικής Αριστεράς, το ΚΚΕ (εσωτ.) θα γίνει ‘φιλο-δυτικό’ και θα στηρίξει την είσοδο της χώρας στην τότε ΕΟΚ, με το σύνθημα για την ‘ΕΟΚ των εργαζομένων’. Όπως έχει δείξει ο ιστορικός Ιωάννης Στεφανίδης, ο αντιαμερικανισμός (και αντιαγγλισμός) ευρύτατων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας θα προκληθεί από την άρνηση των συμμάχων να στηρίξουν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και τη ‘διεθνοποίηση’ του Κυπριακού στον ΟΗΕ την δεκαετία του 1950. Επιπλέον, η Επταετία αλλά και ο μύθος ότι οι ΗΠΑ έφεραν την Χούντα στην Ελλάδα θα ενισχύσουν περαιτέρω τα αντιδυτικά και αντιαμερικανικά αντανακλαστικά της ελληνικής Αριστεράς αλλά και μερίδας της Δεξιάς. Χρειάζεται να προστεθεί εδώ ότι, μετά και την δεύτερη τουρκική εισβολή στην Κύπρο τον Αύγουστο του 1974, αναζωπυρώθηκαν και πάλι ισχυρά αντιαμερικανικά αισθήματα, τα οποία και ανάγκασαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να αποσύρει τη χώρα από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, στο οποίο η χώρα επανήλθε το 1980», δηλώνει ο κ. Λυβάνιος και συμπληρώνει:
«Από την Μεταπολίτευση και μετά, ο ελληνικός αντιδυτικισμός θα ενισχυθεί και από αριστερές αλλά και από δεξιές πλευρές, ενώ η μακρόχρονη ‘μνημονιακή’ περίοδος της χώρας θα δώσει εκ νέου την ευκαιρία για την έκφραση αντιδυτικών αισθημάτων, συνοδευόμενων από γενναίες δόσεις αντιγερμανισμού. Τα αντιγερμανικά αισθήματα της περιόδου αυτής, μάλιστα, θα αποκτήσουν μεγάλη ένταση, και μπορούν πλέον να συγκριθούν μόνο με το μέγεθος του ελληνικού αντιαμερικανισμού. Στο πλαίσιο αυτό, το δημοψήφισμα του 2015 έχει και μια αντιδυτική διάσταση, καθώς η κυριαρχία του ‘ΟΧΙ’ σήμαινε πρακτικά ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ήταν σύμφωνη όχι μόνο με την άτακτη έξοδο της χώρας από την ΕΕ αλλά και με τη γενικότερη απομάκρυνση από τη Δύση που αυτή η επιλογή θα συνεπαγόταν. Καθ’ όλη την περίοδο αυτή, η ελληνική κοινή γνώμη εμφανίζει σταθερά υψηλά ποσοστά ρωσοφιλίας, κάτι που δεν οφείλεται μόνο στην παραδοσιακή ρωσοφιλία των παλαιότερων εποχών και στις σχέσεις της Ρωσίας του Πούτιν με το Άγιο Όρος και τμήματα της ελληνικής εκκλησίας, αλλά (και κυρίως) στην σύγκρουση του ρώσου ηγέτη με τις ΗΠΑ. Ο φιλορωσισμός, με άλλα λόγια, είναι η άλλη όψη του αντιαμερικανισμού και του αντιδυτικισμού».
«Συνεπώς, όντως υπάρχει ‘πολιτισμικός δυισμός’ και ένα ‘πολιτισμικό ρήγμα’ (‘cultural rift’) στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας ανάμεσα στις δυνάμεις της νεοτερικότητας και του εκσυγχρονισμού, από την μια μεριά, και σε αυτές της παράδοσης από την άλλη αλλά τα στρατόπεδα αυτά δεν είναι πάντοτε πλήρως περιχαρακωμένα, ενώ η σύνθεσή τους αλλάζει όταν αλλάζουν και οι ιστορικές συγκυρίες. Κάτι ανάλογο βλέπουμε και στο ζήτημα της σχέσης της Ελλάδας με τη ‘Δύση’. Οι δυτικότροποι λόγιοι και οι ακόλουθοι του νεοελληνικού Διαφωτισμού θα επιχειρήσουν να στρέψουν την Ελλάδα προς την Δύση αλλά το Δυτικό στρατόπεδο θα αλλάξει πολιτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά με την πάροδο του χρόνου. Υπάρχει, λοιπόν, ένα νήμα που ξεκινάει από το 1821 και φτάνει μέχρι και τις μέρες μας αλλά η υφή του, η σύστασή του, και η αντοχή του μεταβάλλεται ανάλογα με τις επικρατούσες πολιτικές και πολιτισμικές συνθήκες. Ο ελληνικός αντιδυτικισμός είναι ένας αρκετά μεγάλος πολιτικός και κοινωνικός χώρος, ο οποίος, όμως, αρδεύεται από πολλά ποτάμια. Βέβαια, θα ήθελα να σημειώσω ότι θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί στις κατηγοριοποιήσεις μας και στα κάθε είδους ‘διπολικά’ σχήματα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν αντιτιθέμενες απόψεις για την οργάνωση του ελληνικού κράτους και τον γενικότερο προσανατολισμό της ελληνικής κοινωνίας αλλά ότι θα πρέπει να φροντίζουμε ώστε να μην συμπιέζουμε μια πολυδιάστατη πραγματικότητα σε δύο απολύτως ξεχωριστά στρατόπεδα, που δεν επικοινωνούν μεταξύ τους», συνοψίζει ο καθηγητής.
«Η ρωσοφιλία, όσο και ο αντιδυτικισμός εκτρέφονται από ισχυρές πηγές»
Ερχόμενοι, λοιπόν, στο «σήμερα» της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και της ερμηνείας/ανάλυσης της από την ελληνική κοινωνία, γίνεται ορατό ότι «δεν υπήρξε ουσιαστική μεταβολή στις ήδη υπάρχουσες περιχαρακώσεις, καθώς τα σχετικά υψηλά ποσοστά υποστήριξης (άμεσης ή έμμεσης) της ρωσικής εισβολής που παρατηρούνται στην Ελλάδα αντικατοπτρίζουν τα υφιστάμενα ελληνικά αντιδυτικά και αντιαμερικανικά αισθήματα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο καθηγητής.
«Ο θρησκευτικός παράγοντας, είναι, προφανώς και στο σημείο αυτό έντονος και θυμίζει την παλαιότερη υποστήριξη τμήματος της ελληνικής κοινωνίας προς στη Σερβία του Μιλόσεβιτς. Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι ελληνικός αντιδυτικισμός και οι συνιστώσες του, όπως η ρωσοφιλία, είναι φαινόμενα με μεγάλο ιστορικό βάθος και συνεπώς συμφωνώ με τα λόγια του Ευάγγελου Βενιζέλου ότι ‘το ρωσικό κόμμα δεν τελειώνει ούτε εύκολα ούτε ταπεινωμένα’. Θα ήθελα, όμως, να υπογραμμίσω ότι η ρωσοφιλία και ο αντιδυτικισμός δεν ανήκουν σε ένα μόνο πολιτικό ή κοινωνικό χώρο αλλά τέμνουν εγκάρσια το κομματικό σύστημα της χώρας και συνεπώς το σχήμα ‘Δεξιά’ – ‘Αριστερά’ δεν επαρκεί για την πλήρη κατανόηση του φαινομένου. Η ύπαρξη ισχυρότατων αντιδυτικών και ρωσόφιλων αισθημάτων σε κύκλους της εκκλησίας, της ‘Δεξιάς’ και της ‘Αριστεράς’, για παράδειγμα, αρκεί για να εικονογραφήσει τη διάσταση αυτή. Επιπλέον, ο αντιδυτικισμός επιμερίζεται σε πολλές εκφάνσεις: υπάρχει, φυσικά, ο πολιτικός και ο θρησκευτικός αντιδυτικισμός, αλλά και ένας ευρύτερος πολιτισμικός αντιδυτικισμός, ο οποίος εκτιμά ότι η Δύση είναι ‘υλιστική’, ‘ατομικιστική’, έχει ‘χάσει την ψυχή της’, βλέπει μόνο ‘αριθμούς’ και όχι ανθρώπους, είναι ‘ψυχρή’ κλπ. Δεν θα πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι, παρά το γεγονός ότι σημαντικό μέρος των ελληνικών ελίτ, ήδη από το 1821, έστρεψε τη χώρα προς τη Δύση, οι λαϊκές αντιστάσεις ήταν, και παρέμειναν, ισχυρότατες. Σε κάθε περίπτωση, τόσο η ρωσοφιλία, όσο και ο αντιδυτικισμός εκτρέφονται από ισχυρές πηγές και συνεπώς η έκλειψη ή η απομείωσή τους δεν είναι ακόμα ορατή», καταλήγει ο κ. Λυβάνιος…_