Σχετικά με την έννοια της Εμπιστοσύνης έχουν προταθεί κατά καιρούς ποικίλοι ορισμοί. Σύμφωνα με τους Axelrod, Baterson και Zucker, «εμπιστοσύνη είναι η πίστη ότι μεταξύ δυο μερών που βρίσκονται σε οποιαδήποτε σχέση συναλλαγής κανένα μέρος δε θα βλάψει τα συμφέροντα του ετέρου μέρους».
Κατά τον Sabel εμπιστοσύνη είναι «η πίστη ότι κανένα από τα εμπλεκόμενα μέρη δεν θα εκμεταλλευτεί την αδυναμία ή το ευάλωτο του ετέρου μέρους».
Κατά τον Mayer, εμπιστοσύνη είναι «η προθυμία του ενός μέρους να είναι ευάλωτο στις ενέργειες του ετέρου μέρους βασιζόμενο στην πίστη ότι αυτό δεν θα το εκμεταλλευθεί ζημιώνοντας με τις ενέργειές του το αντισυμβαλλόμενο μέρος».
Η εμπιστοσύνη έχει ηθική, γνωστική και συναισθηματική διάσταση. Αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις, τις επαγγελματικές σχέσεις, τις σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων, καθώς και τις σχέσεις μεταξύ ατόμων ή κοινωνικών ομάδων και Θεσμών-Οργανισμών.
Πλήθος σχετικών ερευνών καταδεικνύουν ότι η ύπαρξη εμπιστοσύνης έχει ευεργετικά αποτελέσματα στις διαπροσωπικές σχέσεις, συμβάλλει στην αύξηση της υποκειμενικής ευτυχίας, στις ακαδημαϊκές επιδόσεις, την αυξημένη συνεργασία, στην οικονομική ευημερία, στο κοινωνικό κεφάλαιο. Συμβάλλει επίσης στη μείωση της αβεβαιότητας και πολυπλοκότητας των κοινωνικών και οικονομικών ζητημάτων και στην ευκολότερη διαχείρισή τους.
Ειδικότερα, τις τελευταίες δεκαετίες γίνεται όλο και περισσότερο λόγος για το Κοινωνικό Κεφάλαιο. Η αξία, οι δεξιότητες, η ποιότητα των πολιτών, καθώς και η ποιότητα των σχέσεων μεταξύ τους αποτελούν αυτό που ονομάζεται κοινωνικό κεφάλαιο μιας χώρας. Η παραδοσιακή αντίληψη για τον πλούτο και τον δυναμισμό μιας χώρας ήταν ότι αυτά εξαρτώνται από τους πρωτογενείς πλουτοπαραγωγικούς πόρους, την παραγωγική βάση και τον τομέα των υπηρεσιών της. Σύγχρονες μελέτες και έρευνες έρχονται να ενισχύσουν την άποψη ότι το Κοινωνικό Κεφάλαιο αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση και βασικό παράγοντα πλούτου μιας χώρας.
Δεδομένου ότι η εμπιστοσύνη αποτελεί κρίσιμο και απαραίτητο χαρακτηριστικό κάθε ποιοτικής σχέση, εύκολα συνάγεται ότι αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση για την αύξηση αυτού που ονομάζουμε κοινωνικό κεφάλαιο.
Άρα είναι προϋπόθεση και απαραίτητη συνθήκη για τη συλλογική κοινωνική και οικονομική ευημερία. Η σημαντικότερη όμως συλλογική έκφανση της εμπιστοσύνης είναι αυτή που αφορά τις σχέσεις των πολιτών με τους πολιτικούς θεσμούς και κατ’ επέκταση κάθε είδους πολιτική εξουσία.
Ο Thomas Hobbes υποστηρίζει, ότι η ειρήνη και η εμπιστοσύνη, αναφέρονται και οι δύο στην κατάσταση της φύσης. Για τον Hobbes η ειρήνη και η συνεργασία επιτυγχάνονται καλύτερα μέσω ενός κοινωνικού συμβολαίου. Όλες αυτές οι θεωρίες αποδεικνύουν ότι για να μπορέσει να λειτουργήσει μια κοινωνία σωστά θα πρέπει να διέπεται από τη συνεργασία και την εμπιστοσύνη μεταξύ των ανθρώπων, αφού χωρίς την ύπαρξη αυτής καμία σχέση δεν μπορεί να λειτουργήσει πραγματικά.
Δυστυχώς, κατά τις τελευταίες δεκαετίες, στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου παρατηρείται μία συνεχής και ανησυχητική μείωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στις κυβερνήσεις τους. Αυτό που ο μεγάλος φιλόσοφος Jean-Jacques Rousseau ονόμασε Κοινωνικό Συμβόλαιο (δηλαδή την εκούσια συμφωνημένη παραχώρηση εξουσίας από τους ελεύθερους πολίτες στο κράτος για το δικό τους συμφέρον) τίθεται υπό αμφισβήτηση…
Σύμφωνα με σχετική έκθεση του ΟΟΣΑ του 2017 (How’s Life?)μόνο το 36% των πολιτών των χωρών του ΟΟΣΑ εμπιστεύονται την Κυβέρνησή τους. Το 2006 αυτό το ποσοστό ήταν 42%.
Γιατί αυτή η αποστασιοποίηση των πολιτών από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους τους; Ένας παράγων που αναφέρεται συχνά είναι η οικονομική κρίση του 2008. Πράγματι, στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία ο δείκτης εμπιστοσύνης έπεσε κατά 15%. Όπως ήταν αναμενόμενο λόγω της κρίσης, στις χώρες αυτές παρατηρήθηκε η μεγαλύτερη μείωση του οικογενειακού εισοδήματος και η μεγαλύτερη αύξηση της μακροχρόνιας ανεργίας. Αντιθέτως, στην Γερμανία, Πολωνία και Σλοβακία, χώρες όπου ο μέσος πολίτης είχε βελτιώσει την οικονομική του κατάσταση σε σχέση με το 2005, αυξήθηκε σημαντικά και ο δείκτης εμπιστοσύνης στους θεσμούς.
Παρ’ όλα αυτά το θέμα της εμπιστοσύνης στις Κυβερνήσεις είναι βαθύτερο και δεν σχετίζεται μόνο με την οικονομική κατάσταση. Στις ΗΠΑ όπου διεξάγονται έρευνες σχετικά με την εμπιστοσύνη των πολιτών στην ομοσπονδιακή Κυβέρνηση από την δεκαετία του ’50 παρατηρείται συνεχής πτώση του εν λόγω δείκτη.
Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι η πολιτική τάξη συχνά δεν αντανακλά ούτε ανταποκρίνεται στις απόψεις των πολιτών που υποτίθεται ότι εκπροσωπεί και υπηρετεί. Συγκεκριμένα, σε 11 χώρες του ΟΟΣΑ για τις οποίες υπάρχουν στοιχεία, οι εργαζόμενοι στην βιομηχανία, την γεωργία και τις υπηρεσίες αποτελούν περίπου το 44% του πληθυσμού αλλά μόνο το 13% των βουλευτών. Συνήθως, οι πολιτικοί προέρχονται από συγκεκριμένες επαγγελματικές και κοινωνικές τάξεις και με αξιόλογες σταδιοδρομίες. Ως εκ τούτου δεν αποτελεί έκπληξη που οι πολίτες νιώθουν ότι οι πολιτικοί δεν γνωρίζουν την καθημερινότητά τους και αδυνατούν να καταλάβουν τις καθημερινές αγωνίες τους σχετικά με το κόστος ζωής ή την ανάγκη για ποιοτικές κρατικές υπηρεσίες.
Επιπλέον, η ίδια έκθεση του ΟΟΣΑ βρίσκει τους περισσότερους από τους μισούς πολίτες των χωρών-μελών να θεωρούν ότι υπάρχει εκτεταμένη διαφθορά στις Κυβερνήσεις τους. Εξ’ αντικειμένου, η βαθιά και χρόνια δυσπιστία στην Κυβέρνηση εμποδίζει την ομαλή και σταθερή λειτουργία των θεσμών και αποθαρρύνει την οικονομική δραστηριότητα επενδυτών αλλά και καταναλωτών.
Αλλά αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι πρωτίστως βλαβερή και άκρως διαβρωτική για την Δημοκρατία. Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι αμφίπλευρο και αμφοτεροβαρές. Η καλή διακυβέρνηση προϋποθέτει την ενεργή συμμετοχή των πολιτών. Παρατηρούμε όμως τους πολίτες να αποστασιοποιούνται από τις παραδοσιακές μορφές και σχήματα της πολιτικής. Η συμμετοχή των πολιτών των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ στις εκλογές μειώνεται συνεχώς και, μάλιστα, σε εκείνα τα τμήματα του πληθυσμού που, ήδη, υποαντιπροσωπεύονται…
Η έκθεση καταδεικνύει επίσης ότι το ποσοστό της αποχής είναι υψηλότερο στους νέους και σε αυτούς με χαμηλό εισόδημα. Η αποχή των πολιτών με χαμηλότερο εισόδημα είναι κατά 14% μεγαλύτερη από αυτήν των πλουσιότερων, ενώ αυτή των νέων (18-24 ετών) είναι κατά 17% μεγαλύτερη από αυτήν των ηλικιωμένων άνω των 65 ετών.
Ως αποτέλεσμα, οι ηλικιωμένοι, οι μορφωμένοι και οι ευκατάστατοι έχουν μεγαλύτερη πολιτική επιρροή από ότι το υπόλοιπο του πληθυσμού που είναι και η πλειοψηφία.
Αυτό, φυσικά, επηρεάζει και το πώς ψηφίζουν οι πολίτες. Στην Ευρώπη η δυσπιστία στους πολιτικούς θεσμούς συνοδεύεται από αντισυστημική ψήφο και άνοδο λαϊκιστικών κομμάτων.
Ενώ η ψήφος είναι κατ’ εξοχήν η πιο κλασική και παραδοσιακή πράξη, στις μέρες μας γεννιούνται νέες μορφές πολιτικού ακτιβισμού όπως η συμμετοχή σε κινήματα, σε ΜΚΟ, κλπ. Παρ’ όλα αυτά, μόνο ένας στους τρείς πολίτες των χωρών του ΟΟΣΑ αισθάνεται ότι μπορεί να επηρεάσει την δράση της Κυβέρνησής του. Αυτή η αίσθηση, βεβαίως, είναι ισχυρότερη και πιο διαδεδομένη ανάμεσα στους λιγότερο μορφωμένους και λιγότερο πλούσιους.
Τι μπορούμε να κάνουμε για να αντιστραφεί αυτή η τόσο επικίνδυνη κρίση εμπιστοσύνης; Το πρώτο, είναι να παρακολουθούμε τα δεδομένα συστηματικά, να αναλύουμε τις τάσεις, ώστε να μπορούμε να προσδιορίσουμε αυτό που χρειάζεται, να αποκατασταθεί και να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη.
Δυστυχώς, με εξαίρεση την Αυστραλία, τον Καναδά και την Νέα Ζηλανδία, η μέτρηση της εμπιστοσύνης δεν έχει μακρά παράδοση στις επίσημες στατιστικές. Η συλλογή των δεδομένων δεν γίνεται αρκετά συχνά και δεν υπάρχει μία ενιαία, διεθνής, αποδεκτή, εφαρμοσμένη μέθοδος. Ένας λόγος είναι το γεγονός ότι η έννοια της εμπιστοσύνης ως μη χειροπιαστό μέγεθος δύσκολα μπορεί να μετρηθεί με τα υπάρχοντα στατιστικά εργαλεία. Συχνά τα ευρήματα πάσχουν από έλλειψη «στατιστικής ποιότητας», αξιοπιστία, εγκυρότητα κλπ.
Για να καλύψει αυτό το κενό ο ΟΟΣΑ το 2017 δημοσίευσε και καθόρισε τις κατευθυντήριες γραμμές για την μέτρηση της εμπιστοσύνης (OECD Guidelines on Measuring Trust) όχι μόνο απέναντι στους θεσμούς αλλά και της εμπιστοσύνης μεταξύ των ανθρώπων (στοιχείο κλειδί για την εκτίμηση του κοινωνικού κεφαλαίου). Έτσι, καθορίζονται οι κατευθύνσεις, τα ερωτηματολόγια, τα ερευνητικά εργαλεία ώστε να διασφαλίζεται η εγκυρότητα και η αξιοπιστία των ευρημάτων.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι παρά μόνο η αρχή του εγχειρήματος να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους θεσμούς. Θα χρειασθεί να γίνουν πολύ περισσότερα. Περιοδική, συχνή και έγκυρη συλλογή των δεδομένων και λεπτομερής, σε βάθος επεξεργασία τους, ώστε να προσδιορισθούν τα ζητήματα και να αναδειχθούν συγκεκριμένες προτάσεις παρεμβάσεων.
«Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις αν μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον είναι να τον εμπιστευτείς» Ernest Hemingway
Συμπερασματικά
Κάθε δράση στη ζωή προϋποθέτει ένα minimum εμπιστοσύνης. Χρειάζεται να εμπιστευθούμε για να επιχειρήσουμε, να συναλλαχθούμε, να συνεργασθούμε, να επενδύσουμε, να συνεταιρισθούμε, να κυβερνήσουμε, να κυβερνηθούμε, να οραματισθούμε.
Ο Λένιν είχε πει: «καλή η εμπιστοσύνη, αλλά καλύτερος ο έλεγχος».
Διαχρονικά κυνικό, επικίνδυνα παλιομοδίτικο!
Φυγή προς τα εμπρός λοιπόν.
Για να κάνουμε το «μετά» καλύτερο από το «πριν».