Ο Νόμος μεταξύ Δικαιοσύνης και Κρατικής εξουσίας, αλληγορία του Ντομινίκ Αντουάν Μαγκώ (1899)
Το «Κράτος Δικαίου» είναι από εκείνες τις έννοιες που φαινομενικά δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Ποιος θα τολμούσε να δηλώσει ότι διαφωνεί; Κι όμως, όσο περισσότερο το επικαλούμαστε, τόσο περισσότερο το νοθεύουμε. Άλλοτε παρουσιάζεται ως επιταγή νομιμότητας, άλλοτε ως όργανο καταστολής, κι άλλοτε ως ασπίδα ατομικών δικαιωμάτων — ανάλογα με τα συμφέροντα, τις ιδεολογικές εμμονές ή τις περιστασιακές ανάγκες του καθενός.
Στην πράξη, το Κράτος Δικαίου απογυμνώνεται από το νόημά του κάθε φορά που γίνεται λάβαρο κομματικής αντιπαράθεσης, άλλοθι πολιτικής σκοπιμότητας ή προκάλυμμα για θεσμική αυθαιρεσία. Όχι γιατί η έννοια είναι κενή· αλλά γιατί τη “γεμίζουμε” κατά το δοκούν.
Μήπως οφείλουμε να ξαναδούμε τι σημαίνει πραγματικά; Πώς προέκυψε αυτή η ιδέα και γιατί αποτελεί θεμέλιο κάθε δημοκρατικής πολιτείας; Και κυρίως: πώς μπορούμε να την υπερασπιστούμε — όχι όταν μας συμφέρει, αλλά όταν δοκιμάζεται.
Ιστορική διαδρομή
Η ιδέα ότι η εξουσία πρέπει να υπόκειται σε κανόνες δεν είναι καινούργια. Βρίσκουμε τον σπόρο της, ήδη, στην αρχαία ελληνική σκέψη: από τον Αριστοτέλη που έλεγε πως «ο νόμος είναι λογικός λόγος χωρίς πάθος», ως τον Περικλή που επαινούσε την ισονομία. Αλλά το σύγχρονο οικοδόμημα του Κράτους Δικαίου (Rechtsstaat, Rule of Law, État de droit) διαμορφώνεται πολύ αργότερα, στον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό.
- 1215 – Magna Carta (Αγγλία): Η πρώτη ρητή απαίτηση να δεσμεύεται και ο μονάρχης από τον νόμο. Αν και περιορισμένης εμβέλειας, έθεσε το θεμέλιο για την ιδέα της έννομης τάξης υπεράνω της εξουσίας.
- 17ος – 18ος αιώνας: Ο Locke, ο Montesquieu και ο Rousseau προτείνουν μια πολιτεία στηριγμένη στη διάκριση εξουσιών, στον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και στην υπαγωγή όλων —ακόμα και του ηγεμόνα— στον νόμο.
- 19ος αιώνας – Γερμανική παράδοση: Ο όρος Rechtsstaat καθιερώνεται ως αντίθετο του Polizeistaat (αστυνομικό κράτος). Το δίκαιο πρέπει να προηγείται και να οριοθετεί την εξουσία — όχι να την ακολουθεί τυφλά.
- Μεσοπόλεμος, ναζισμός και υπαρκτός σοσιαλισμός: Η κατάρρευση του Κράτους Δικαίου υπενθυμίζει με οδυνηρό τρόπο πόσο εύκολα ο νόμος μπορεί να μετατραπεί σε εργαλείο αυθαιρεσίας — αν δεν υπάρχει ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, κατοχύρωση δικαιωμάτων και αντίβαρα εξουσίας.
- Μεταπολεμική Ευρώπη: Η ίδρυση του Συμβουλίου της Ευρώπης (1949) και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καθιστούν το Κράτος Δικαίου ακρογωνιαίο λίθο της Ευρωπαϊκής Δημοκρατίας.
- Σήμερα: Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται βασικό κριτήριο για τη συμμετοχή και τη χρηματοδότηση των κρατών-μελών. Παρόλα αυτά, κάποιες χώρες, όπως πχ, η Ουγγαρία, κατηγορούνται για συστηματική παραβίασή του.
Το Κράτος Δικαίου δεν είναι στολίδι της δημοκρατίας· είναι η συνθήκη ύπαρξής της. Είναι το αντίβαρο απέναντι στην αυθαιρεσία. Είναι εκείνο που διασφαλίζει ότι ακόμα και ο πιο ισχυρός υπόκειται σε κανόνες — και ότι ο πιο αδύναμος προστατεύεται από αυτούς.
Η ουσιώδης σημασία του
Το Κράτος Δικαίου δεν είναι μια γενική προσήλωση στη «νομιμότητα», ούτε ένας ασαφής σεβασμός στους θεσμούς — ό,τι κι αν αυτοί κάνουν. Είναι ένα πλέγμα αρχών που καθορίζει πώς ασκείται η εξουσία, ποια είναι τα όριά της και ποια είναι τα εχέγγυα για την προστασία των δικαιωμάτων όλων.
Στην καρδιά του βρίσκονται η διάκριση των εξουσιών, η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης και η ύπαρξη θεσμικών αντίβαρων που συγκρατούν την αυθαιρεσία. Η εκλεγμένη εξουσία δεν είναι ανεξέλεγκτη· οφείλει να λειτουργεί εντός ενός συνταγματικού πλαισίου που της θέτει όρια, ακόμα κι όταν απολαμβάνει ισχυρή πλειοψηφία.
Αυτό σημαίνει θεσμική θωράκιση: όχι απλώς εφαρμογή νόμων, αλλά ύπαρξη κανόνων που προστατεύουν τον πολίτη ακόμα και από τον ίδιο τον νόμο, αν αυτός παρεκτρέπεται. Δεν αρκεί μια κυβέρνηση να είναι δημοκρατικά νομιμοποιημένη· πρέπει να λειτουργεί με σεβασμό στη διαδικασία, στα δικαιώματα, στους ελέγχους.
Το Κράτος Δικαίου υπενθυμίζει πως η πλειοψηφία δεν είναι παντοδύναμη. Δεν έχει το δικαίωμα να καταργεί ελευθερίες ή να παρακάμπτει θεσμούς στο όνομα κάποιας «λαϊκής εντολής». Αλλά ούτε και η μειοψηφία διαθέτει ηθική ασυλία· η προστασία της κατοχυρώνεται ακριβώς επειδή υπάρχει κοινό θεσμικό πλαίσιο.
Το Κράτος Δικαίου είναι η συλλογική μας εγγύηση ότι κανείς δεν βρίσκεται υπεράνω του νόμου — αλλά και κανείς δεν μένει απροστάτευτος απέναντί του. Είναι το αντίβαρο στη δύναμη και η εγγύηση της ελευθερίας· όχι ως θεωρία, αλλά ως καθημερινή πράξη.
«Δίκαιο του κράτους» ή «κράτος του δικαίου»;
Το Κράτος Δικαίου δεν καταρρέει, πάντα, με θεαματικό τρόπο. Συχνά, διαβρώνεται σιωπηλά και μεθοδικά, πίσω από νομοτεχνικά τεχνάσματα, θεσμικές παρακάμψεις και την αδράνεια όσων οφείλουν να το υπερασπίζονται.
Μπορεί να υπονομευθεί όταν οι νόμοι προσαρμόζονται στις περιστάσεις — ή στους εκάστοτε ισχυρούς. Όταν η νομοθέτηση δεν υπηρετεί το κοινό συμφέρον, αλλά εξυπηρετεί σκοπιμότητες, ευνοεί «φίλους» ή καλύπτει λάθη. Όταν οι κανόνες αλλάζουν κάθε φορά που ενοχλούν τους κυβερνώντες.
Καταρρέει επίσης όταν η Δικαιοσύνη εργαλειοποιείται: όταν οι κρίσιμες υποθέσεις καθυστερούν επιλεκτικά, όταν οι διορισμοί εξαρτώνται από πολιτικές ισορροπίες, όταν οι ανεξάρτητες αρχές λειτουργούν περισσότερο ως διακοσμητικά παρά ως θεσμικά αντίβαρα.
Η υπονόμευση συνεχίζεται όταν οι διαδικασίες ελέγχου δεν λειτουργούν, όταν οι εξαιρέσεις γίνονται κανόνας, όταν το Σύνταγμα παρακάμπτεται μέσω επίκλησης του επείγοντος — και… κανείς δεν απολογείται. Κι όταν ο νόμος εφαρμόζεται επιλεκτικά, άλλοτε με αυστηρότητα κι άλλοτε με ανοχή, αναλόγως προσώπου ή πολιτικής συγκυρίας, το Κράτος Δικαίου παύει να λειτουργεί ως εγγύηση· γίνεται «μηχανισμός».
Η αποδυνάμωσή του δεν χρειάζεται ρήξεις· αρκεί μια διαρκής εξοικείωση με την εκτροπή, μια κοινωνία που μαθαίνει να θεωρεί «φυσιολογικές» τις εξαιρέσεις. Και τότε, το «Κράτος του Δικαίου» γίνεται το «Δίκαιο του Κράτους» — όχι εκείνο που θέτει όρια στην εξουσία, αλλά εκείνο που νομιμοποιεί την υπέρβασή τους…
Εργαλειοποίηση των θεσμών
Στον δημόσιο λόγο της εποχής μας, το Κράτος Δικαίου μετατρέπεται σε ευκαιριακό λάβαρο — και, μάλιστα, από όλες τις πλευρές. Όταν η εξουσία βρίσκεται στα χέρια των «άλλων», γίνεται κατηγορία και κραυγή· όταν περνά στα δικά μας, γίνεται αμυντική ρητορική ή αποσιωπάται. Κάθε πολιτικό στρατόπεδο το επικαλείται όταν το συμφέρει — και το προσπερνά όταν το δεσμεύει.
Η εναλλαγή ρόλων είναι, σχεδόν, προβλέψιμη: όσοι μιλούν για θεσμική εκτροπή από τη θέση της αντιπολίτευσης, συχνά πρωτοστάτησαν σε θεσμικές παρακάμψεις όταν κυβερνούσαν. Και όσοι εμφανίζονται ως υπερασπιστές της θεσμικής τάξης όταν βρίσκονται στην εξουσία, δεν δίστασαν να την υπονομεύσουν όταν τους βόλευε.
Στη διεθνή σκηνή, χώρες καταγγέλλουν αλλήλους για υπονόμευση του Κράτους Δικαίου, ενώ οι ίδιες περιορίζουν ανεξάρτητους θεσμούς, νοθεύουν την εκλογική διαδικασία ή ασκούν πίεση στη Δικαιοσύνη. Κράτη που παρεμβαίνουν υπέρ των «θεσμών» σε άλλες χώρες, δεν διστάζουν να τους αγνοήσουν όταν πρόκειται για τα δικά τους συμφέροντα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση εκείνων των κατ’ επίφαση δημοκρατικών ηγετών που αναδεικνύονται μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, μόνο και μόνο για να αφομοιώσουν, σταδιακά, ό,τι θα έπρεπε να τους περιορίζει. Δεν καταλύουν τους θεσμούς — τους προσαρμόζουν. Δεν αμφισβητούν το Κράτος Δικαίου — το επικαλούνται. Και όσο περισσότερο το επικαλούνται, τόσο περισσότερο αδειάζει νοηματικά…
Στην χώρα μας, από την άλλη, το φαινόμενο έχει πάρει σχεδόν θεσμική κανονικότητα. Η έννοια του Κράτους Δικαίου ανασύρεται ταχύτατα στις συζητήσεις για σκάνδαλα, παρακολουθήσεις, ανεξάρτητες αρχές ή ελευθερία του Τύπου — για να ξεχαστεί με την ίδια ταχύτητα όταν η συγκυρία αλλάζει. Δεν είναι τυχαίο ότι η έννοια «Κράτος Δικαίου» συχνά συνοδεύεται από τη λέξη «κρίση» — χωρίς ποτέ να είναι ξεκάθαρο αν πρόκειται για αποτυχία, υπερβολή ή υποκρισία.
Αυτή, λοιπόν η «κυκλική υποκρισία» δεν πλήττει μόνο την πολιτική αξιοπιστία· διαβρώνει και τη θεσμική υπόσταση της ίδιας της έννοιας. Όταν οι πολίτες αντιλαμβάνονται ότι το Κράτος Δικαίου επιστρατεύεται μόνο επιλεκτικά, χάνουν την εμπιστοσύνη τους όχι μόνο στους φορείς της εξουσίας, αλλά και στους ίδιους τους θεσμούς.
Το αποτέλεσμα είναι ένας φαύλος κύκλος κυνισμού: η αξία του Δικαίου αντικαθίσταται από την αξία της σκοπιμότητας. Και το Κράτος Δικαίου, αντί να λειτουργεί ως κοινό έδαφος θεσμικής προστασίας, καταλήγει να είναι απλώς ένα ακόμη όπλο σε έναν πόλεμο πολιτικής φθοράς.
Όσο περισσότερο αποδυναμώνεται η ουσία πίσω από τις λέξεις, τόσο πιο επιτακτικό γίνεται να θυμηθούμε γιατί τις χρειαζόμαστε. Και να αποφασίσουμε αν αξίζει να τις υπερασπιστούμε.
Διακρίνοντας μέσα στο θόρυβο
Το πιο δύσκολο στο Κράτος Δικαίου σήμερα δεν είναι να το ορίσεις· είναι να το αναγνωρίσεις. Όταν όλοι το επικαλούνται, όταν τα λόγια μοιάζουν ίδια και οι πράξεις συγκαλύπτονται, η διάκριση γίνεται άσκηση πολιτικής ωριμότητας — σε έναν κόσμο όπου οι λέξεις έχουν χάσει το αληθινό τους νόημα… Ανάμεσα σε ρητορικές, σκοπιμότητες και θεσμικά προσχήματα, ο πολίτης δυσκολεύεται να βλέπει καθαρά. Δεν υπάρχει αυθεντία να εμπιστευθείς άκριτα. Δεν υπάρχουν σταθερές φωνές. Υπάρχει θόρυβος, υπερπληροφόρηση, εξισώσεις ενοχών, δημαγωγία, φόβος.
Ποιον να πιστέψεις; Τι να εμπιστευτείς; Υπάρχει τρόπος να το ξεχωρίσεις;
Η απάντηση δεν είναι απλή, αλλά κάποια σημάδια επιμένουν να ξεχωρίζουν. Όχι τα συνθήματα, αλλά η συνέπεια. Όχι η καταγγελία, αλλά το μέτρο. Όχι η ευκολία του «να καεί ό,τι υπάρχει», αλλά η δύσκολη επιμονή σε διαδικασίες που προστατεύουν — ακόμη κι όταν αργούν, ακόμη κι όταν δεν ικανοποιούν.
Ο πολίτης, φυσικά, δεν έχει την υποχρέωση να είναι ειδικός. Έχει όμως τη δυνατότητα να παρατηρεί:
-Ποιος ανέχεται τον αντίλογο.
-Ποιος ζητά διαφάνεια και σε ποιον χώρο την εφαρμόζει.
-Ποιος δέχεται έλεγχο όταν είναι ισχυρός — όχι όταν δεν έχει τίποτα να χάσει.
-Ποιος υπερασπίζεται το δικαίωμα εκείνου που διαφωνεί.
-Ποιος δεν μεταχειρίζεται τον νόμο σαν όπλο, αλλά σαν όριο.
Κι ακόμη πιο έμμεσα:
-Ποιος έχει ήθος λόγου.
-Ποιος χρησιμοποιεί λιγότερα επίθετα και περισσότερα επιχειρήματα.
-Ποιος κάνει χώρο στη συζήτηση — αντί να τη φιμώνει με τον θόρυβο του «δίκιου» του.
Δεν πρόκειται για μια ηθικολογική αξιολόγηση προσώπων. Πρόκειται για καλλιέργεια δημοκρατικής κρίσης: να μάθουμε να μην πειθόμαστε από την επίκληση, αλλά από τη στάση. Από το πώς κάποιος ασκεί την εξουσία — ακόμη κι όταν δεν είναι υποχρεωμένος να φανεί συνεπής. Όχι τι λέγεται, αλλά πότε και από ποιους εφαρμόζεται. Όχι ποιος μιλά για το Κράτος Δικαίου, αλλά ποιος συμπεριφέρεται ανάλογα.
Σε έναν κόσμο όπου οι λέξεις χρησιμοποιούνται για να καλύψουν πράξεις, ο μόνος τρόπος να καταλάβεις ποιος εννοεί κάτι, είναι να δεις αν ζει σύμφωνα με αυτό.
-Αυτός που ζητά λογοδοσία για τους άλλους, δέχεται και για τον εαυτό του;
-Αυτός που υπερασπίζεται θεσμούς, το κάνει και όταν δεν τον ευνοούν;
-Αυτός που επικαλείται το Σύνταγμα, το εφαρμόζει όταν τον περιορίζει;
-Αυτός που μιλά για δικαιώματα, τα σέβεται σε όσους διαφωνούν μαζί του;
Και κάτι ακόμη: το Κράτος Δικαίου δεν υπερασπίζεται μόνο μέσα στη Βουλή ή στα δικαστήρια. Υπερασπίζεται και στην καθημερινή δημόσια ζωή:
– όταν δεν ανεχόμαστε τον αυταρχισμό του «δικού μας»,
– όταν δεν προσπερνάμε την παραβίαση επειδή «έχει δίκιο στην ουσία»,
– όταν δεν συγχέουμε τη δημοκρατία με την επιβολή,
– όταν δεν ξεχνάμε ότι όποιος αγνοεί τη διαδικασία σήμερα, θα την πληρώσει αύριο.
Δεν είναι εύκολο να διακρίνεις μέσα στον θόρυβο. Αλλά, αν δεν προσπαθήσεις, θα μείνει μόνο ο θόρυβος.
Και τώρα τι;
Χρειάστηκαν αιώνες για να διαμορφωθεί η ιδέα ότι καμία εξουσία δεν μπορεί να στέκεται πάνω από τον νόμο. Δεν ήταν μια φιλοσοφική αφηρημένη έννοια, αλλά μια βαθιά πολιτική κατάκτηση: το αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορικής πορείας που περιλάμβανε μάχες για δικαιώματα, κρίσεις εξουσίας και τη γέννηση της συνταγματικής δημοκρατίας. Κι όμως, σήμερα αυτή η ιδέα δείχνει πιο εύθραυστη από ποτέ. Όχι επειδή οι θεσμοί καταρρέουν μονομιάς — αλλά επειδή διαβρώνονται αργά, ύπουλα, κάτω από το βάρος της κυνικής χρησιμοθηρίας και της δημαγωγικής υπεραπλούστευσης.
Το ζήτημα, πλέον, δεν είναι μόνο πώς φτάσαμε ως εδώ. Είναι πώς μπορούμε να σταθούμε στο παρόν – ή, καλύτερα, πώς μπορούμε να «επανα-διαφωτιστούμε»: να επανεφεύρουμε τις αξίες που κάποτε θεμελίωσαν τις δημοκρατίες μας, όχι ως ιστορικά κειμήλια, αλλά ως ζωντανά μέτρα κρίσης και δράσης. Πώς μπορούμε να υπερασπιστούμε κάτι που όλοι διακηρύσσουν πως στηρίζουν — αλλά, λίγοι τιμούν στην πράξη. Και πώς μπορεί μια κοινωνία να αποκαταστήσει τη θεσμική της αυτογνωσία, χωρίς να παραδοθεί στην πόλωση, την αδιαφορία ή την παραίτηση.
Το Κράτος Δικαίου δεν σώζεται με ευχολόγια ούτε με αφορισμούς· σώζεται με θεσμική συνέπεια και καθημερινή επαγρύπνηση. Με πολίτες που δεν ικανοποιούνται από την επίφαση, αλλά απαιτούν την ουσία. Με ηγεσίες που αντιλαμβάνονται ότι η δημοκρατία δεν είναι τελετουργία, αλλά ευθύνη που δοκιμάζεται κυρίως όταν η πλειοψηφία δεν σε εμποδίζει.
Η υπεράσπισή του δεν είναι αρμοδιότητα μόνο των νομικών ή των πολιτικών. Είναι ευθύνη όλων μας — γιατί αφορά τις εγγυήσεις όλων μας. Τον χώρο όπου μπορούμε να διαφωνούμε χωρίς φόβο, να διεκδικούμε χωρίς να αποκλειόμαστε, να ελπίζουμε χωρίς να εξαπατόμαστε.
Αν δεν το απαιτήσουμε, θα ξεχαστεί. Αν δεν το ελέγξουμε, θα διαστραφεί. Αν δεν το αναγνωρίζουμε στην πράξη, θα πάψει να μας αναγνωρίζει κι εκείνο.
Κι όταν κάποτε το αναζητήσουμε, μπορεί να μην είναι πια εκεί…